Ο Χορός του Θανάτου
August Strindberg
Λοχαγός - Έντγκαρ
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Κατάγεται από φτωχή οικογένεια με πολλά αδέλφια.
Εμφανισιακά είναι άσχημος.
Ο πατέρας του ήταν ανίκανος και ακαμάτης.
Λόγω απουσίας της πατρικής στήριξης, η μητέρα του τον ανάγκασε από μικρό να δουλέψει (παρέδιδε μαθήματα), ώστε να στηρίξει την γονεϊκή οικογένεια.
Υπέμενε και υπέφερε για να στηρίξει την γονεϊκή οικογένεια (όταν ήταν νεαρός, δεν φορούσε παλτό μέσα στο χειμώνα, με εικοσιπέντε βαθμούς υπό το μηδέν, ενώ οι αδελφές του φορούσαν ζεστά μάλλινα πανωφόρια).
Υποστηρίζει ότι όταν ήταν παιδί, η ζωή του ήταν πάντοτε παράξενη, σκληρή και εχθρική.
Η αντίληψή του για την ζωή συνοψίζεται σε μία λέξη: Διαγραφή.
Βρίσκει όλη την ζωή φρικτή. Αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τι θα πει χαρά, και ότι νιώθει «φθινόπωρο» μέσα του.
Θεωρεί ότι περιστοιχιζόταν από εχθρούς σε όλη του την ζωή, κάτι το οποίο όχι μόνο δεν τον έβλαψε, αλλά, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, τον βοήθησε να προχωρήσει.
Πιστεύει πως, ό,τι απέκτησε στην δύσκολη ζωή του, το κέρδισε με τον αγώνα και το σπαθί του.
Φοράει φθαρμένη στρατιωτική στολή και μπότες ιππασίας με σπιρούνια. Τις μπότες αυτές δεν βγάζει σε όλη την διάρκεια του έργου, ακόμη και όταν, άρρωστος, ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Δεν παραδέχεται ότι φοβάται, ακόμη και όταν ο φόβος του είναι προφανής.
Φοβάται το σκοτάδι.
Αρνείται να παραδεχτεί ότι μεγαλώνει. Δεν είναι συμφιλιωμένος με την φθορά του χρόνου και με το θάνατο.
Όταν είναι σε επαφή με το φόβο του θανάτου ελπίζει ότι αυτός δεν θα είναι το τέλος και μιλά για αθανασία της ψυχής.
Πιστεύει ότι στην ζωή του δεν έχει πάρει την αναγνώριση που του άξιζε.
Αναζητά στιγμές αποδοχής, ακόμα κι αν είναι πλαστές, με αποτέλεσμα να κολακεύεται όταν οι δεκανείς, οι φαντάροι και οι μουσικοί της μπάντας, του στέλνουν ανθοδέσμες, τηλεγραφήματα και επιστολές.
Πιστεύει ότι στάθηκε σε όλες τις περιστάσεις της ζωής αξιοπρεπής.
Ζει μέσα σε ψευδαισθήσεις, κάτι το οποίο παραδέχεται και ο ίδιος στο τέλος του έργου.
Θεωρεί τον εαυτό του διάσημο συγγραφέα σχολικών εγχειριδίων. Στην πραγματικότητα έχει γράψει μόνο ένα βιβλίο, με τίτλο «Μαθήματα Σκοποβολής», το οποίο κάποτε διδασκόταν στις στρατιωτικές σχολές και έχει πλέον αντικατασταθεί.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο λόγος για τον οποίο παρέμεινε Λοχαγός είναι ότι δεν ήθελε να γίνει Ταγματάρχης.
Του αρέσει να καπνίζει πούρο και να πίνει ουίσκι. Δεν θέλει να κρατάει κανένα μέτρο στο αλκοόλ, καθώς, όπως ισχυρίζεται, αλλιώς δεν αξίζει.
Το κάπνισμα είναι γι’ αυτόν «η μόνη του χαρά».
Όταν ο γιατρός του απαγορεύει το τσιγάρο και το ποτό, αναρωτιέται αν αξίζει να ζει χωρίς τις δύο αυτές απολαύσεις.
Θεωρεί ότι η Αλίς είναι καλή γυναίκα, «παρ’ όλα τα κουσούρια της». Ισχυρίζεται ότι υπήρξε πιστή σύζυγος και άριστη μητέρα, αλλά πιστεύει ότι έχει «διαβολικό ταμπεραμέντο».
Αποδέχεται την κατηγορία της Αλίς ότι αποπειράθηκε να την δολοφονήσει, σπρώχνοντάς την στην θάλασσα. Παραδέχεται ότι ήταν μια τιποτένια πράξη, η οποία ωστόσο του φάνηκε εντελώς φυσική και δε μετάνιωσε ποτέ γι’ αυτή. Αναγνωρίζει ότι η Αλίς τον εκδικήθηκε με το παραπάνω γι’ αυτή του την πράξη, κι αυτό το βρίσκει εξίσου «φυσικό».
Για τα παιδιά του έχει την άποψη ότι βγήκαν δύο πολύ καλά παιδιά.
Πιστεύει ότι ο γιος του είναι σπάνιας ευφυΐας.
Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη του, Γιουντίτ.
Ισχυρίζεται ότι έχει αρκετά χρήματα για να φροντίσει την οικογένειά του, παρότι οι αντικειμενικές συνθήκες δείχνουν ότι η οικονομική του κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική.
Πιστεύει ότι τόσο η γυναίκα όσο και τα παιδιά του τον εκμεταλλεύονται οικονομικά. Θεωρεί ότι αν κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να διασφαλίσει οικονομικά τη γυναίκα του, αυτή θα τον εγκαταλείψει.
Το πιάνο είναι γι’ αυτόν «το έσχατο καταφύγιο». Του αρέσει να ακούει τη γυναίκα του να παίζει το εμβατήριο «Η Είσοδος των Βογιάρων». Όταν ακούει το εμβατήριο χορεύει. Επίσης, το άκουσμα του πιάνου είναι αυτό που τον συνεφέρει, όταν λιποθυμά.
Θεωρεί ότι η γυναίκα του επιλέγει να παίζει πένθιμα εμβατήρια και θρηνητικά τραγούδια, για να δείξει πόσο δυστυχισμένη είναι και πόσο απαίσιο σύζυγο έχει.
Πιστεύει ότι ο Κουρτ είναι υπεύθυνος για τη γνωριμία του με την Αλίς και τον δυστυχή τους γάμο.
Η στάση του απέναντι στον Κουρτ παρουσιάζει αμφιθυμικές διακυμάνσεις.
Από τη μία υποστηρίζει ότι ο Κουρτ είναι «καλό παιδί» και του είναι ευχάριστο να συζητά μαζί του, ενώ από την άλλη τον θεωρεί επιπόλαιο και ανεύθυνο σύζυγο και πατέρα, επειδή έχει χωρίσει και την επιμέλεια των παιδιών του έχει αναλάβει βάσει δικαστικής απόφασης η γυναίκα του. Τον κατηγορεί ότι παράτησε τα παιδιά του κι έτσι έχασε την τιμή και την υπόληψή του.
Θεώρει τον εαυτό του αφέντη του νησιού, άμεμπτο και ατρόμητο. Ακόμη και άρρωστος, βαυκαλίζεται ότι αυτός διατάζει στο νησί, ότι και ο ίδιος ο Κουρτ είναι υπόλογός του.
Περιφρονεί τους υπόλοιπους ανθρώπους του νησιού και δεν συγχρωτίζεται μαζί τους. Τους θεωρεί όλους τύραννους, παλιάνθρωπους, ύπουλους και απατεώνες.
Είναι τσακωμένος με όλους και δεν έχει καμία σχέση μαζί τους.
Θεωρεί ότι δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στο νησί, ο οποίος να τον καταλαβαίνει. Πιστεύει ότι είναι μια κοινωνία ηλιθίων.
Η επαφή με την πραγματικότητά του (στο τέλος του έργου) διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην Αλίς, τον Κουρτ και την κοινωνία του νησιού, δηλαδή συνειδητοποιεί τις γονεϊκές προβολές επάνω τους (ζητά από την Αλίς να συγυρίσουν, θέλει να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους και μάλιστα με καλεσμένους, προτρέπει την Αλίς να διαγράψουν ό,τι έγινε και να προχωρήσουν).
Ψυχική Δομή:
Η μαμά ήταν, τόσο πραγματικά όσο και συναισθηματικά, ανύπαρκτη.
Η μήτρα της μαμάς κατά την διάρκεια της κύησης του ήταν σκληρή και ψυχρή, όπως το πέτρινο φρούριο εντός του οποίου κατοικεί.
Το σκοτάδι του προκαλεί φόβο, γιατί τον παλινδρομεί στη μήτρα.
Όταν γεννήθηκε, η μαμά του τον εγκατέλειπε στην κούνια του, εντός της οποίας είχε ατελείωτες ώρες μοναξιάς, αναμένοντας την να έλθει για να τον φροντίσει.
Η εγκατάλειψη της μαμάς και η ατελείωτη μοναξιά της κούνιας τον παλινδρομούσαν στην μήτρα, στην οποία βίωνε, τόσο φόβο θανάτου όσο και «το απολύτως τίποτα», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στην ενήλική του ζωή την ίδια ατέρμονη μοναξιά αναβιώνει ζώντας στο φρούριο.
Και οι δύο καταστάσεις (εγκατάλειψη – μοναξιά) του προκαλούσαν ανησυχία (φόβο) επιβίωσης, ο οποίος στην ενήλική του ζωή αναβιώνεται στην αναρώτηση αν υπάρχει ειρήνη μετά θάνατον.
Όταν η μαμά τον εγκατέλειπε, βίωνε απόγνωση, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή, όταν το αντικείμενο προβολής μαμάς τον εγκαταλείπει, να παλινδρομεί στην εγκατάλειψη από τη μαμά του και να απελπίζεται.
Η ανυπαρξία – απουσία της μαμάς, του προκαλούσε τεράστιο πόνο.
Η ενδοβλημένη μαμά έχει καταγραφεί ως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να αναβιώνει την ύπαρξή της (μαμάς) μέσω της προτίμησής του για εκμηδένιση μετά το θάνατο, δηλαδή μέσω της αναβίωσης της συναισθηματικής καταγραφής, τόσο στην μήτρα όσο και την κούνια («ό, τι απομένει είναι ένα καρότσι κοπριά για τον κήπο»).
Η εγκατάλειψή του από τη μαμά του στην κούνια του, στην ενήλική του ζωή τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι είναι εξοικειωμένος με την μοναξιά.
Η παλινδρόμηση από την κούνια στην μήτρα, του δημιούργησε την βεβαιότητα ότι ο θάνατός του θα έλθει ακαριαία και χωρίς πόνο, όπως το ξαφνικό, ανάλγητο παράτημά του από την μαμά του στην κούνια του και στην συνέχεια η επικείμενη παλινδρόμησή του στην μήτρα της. Στην ενήλική του ζωή, ο φόβος θανάτου τον κάνει να αναρωτιέται ποιος είναι ο σκοπός μιας ζωής σαν τη δική του. Παραδέχεται ότι τον έψαξε αλλά δεν τον βρήκε, διότι η αναρώτηση έρχεται ενώ βρίσκεται σε παλινδρόμηση και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αποδεχτεί με στωικότητα αυτή την διαπίστωση.
Λόγω του ότι η μαμά δεν ερχόταν στην κούνια του, ανέπτυξε από τότε μια ιδιότυπη λογική για την τραγωδία του. Εάν δεν εμείνει σε αυτήν την άμυνα (ιδιότυπη λογική), τότε παλινδρομεί στη συναισθηματική φόρτιση (φόβος θανάτου και πόνος), την οποία βίωνε στη μήτρα. Στην ενήλική του ζωή, όταν παλινδρομεί στην κούνια κι έπειτα στη μήτρα, βιώνει τη δυστυχία παντού γύρω του, με αποτέλεσμα να πιστεύει ότι η δυστυχία τραβάει τη δυστυχία, και οι ευτυχισμένοι αποφεύγουν τους δυστυχισμένους. Έτσι εξηγεί το γεγονός ότι αυτός και η Αλίς δεν βλέπουν πάρα μόνο δυστυχία γύρω τους.
Καθώς η παρουσία της μαμάς γινόταν αντιληπτή μέσω της ψυχρής μήτρας όταν ήταν έμβρυο, και μέσω της εγκατάλειψής του στην κούνια όταν ήταν νεογέννητο (μήτρα/κούνια = τάφος), στην ενήλικη ζωή αναβιώνει την παρουσία της μαμάς μέσω της πεποίθησης ότι δεν είναι ευχαριστημένος από την ζωή του και ότι θα είναι ευχαριστημένος την ημέρα του θανάτου του.
Όταν η μαμά ερχόταν για να τον φροντίσει, το έκανε διεκπεραιωτικά. Η δυστυχία που βίωνε στο γάμο της αλλά και η εξάντλησή της λόγω ενασχόλησης με τα πολλά παιδιά, της στερούσε την κατάλληλή ψυχική φόρτιση για ουσιαστική φροντίδα. Αυτή η έλλειψη φροντίδας οδήγησε στη δημιουργία στοματικής καθήλωσης, την οποία στην ενήλική του ζωή καλύπτει με το πούρο, την έλλειψη μέτρου στο αλκοόλ και τις διαρκείς γαστριμαργικές ενασχολήσεις (η κυριότερη ανάμνησή του από τα πέντε ταξίδια στην Κοπεγχάγη είναι το αρνάκι Ναβαρέν με σάλτσα).
Η έλλειψη μητρικής φροντίδας έρχεται στην ενήλικη ζωή με κακή φροντίδα προς τον εαυτό του, δηλαδή φορώντας διαρκώς την ίδια φθαρμένη στρατιωτική στολή.
Όταν η μαμά του έδινε φροντίδα, την συναισθηματική ενέργεια την έβαζε ο ίδιος, με αποτέλεσμα ως ενήλικας να βιώνει τη ζωή σαν έναν αδιάκοπο αγώνα με σύντομη ημερομηνία λήξης.
Στη γέννησή του στο περιβάλλον του στρατού, αναβίωσε τις συνθήκες της γέννας του και αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, δηλαδή στερήθηκε φροντίδας, όπως την είχε στερηθεί και από τη μαμά του.
Η μαμά, όταν φρόντιζε το νεογέννητο, ταΐζοντάς το γάλα, ένιωθε αηδία. Την ίδια αηδία ένιωθε και το νεογέννητο για τη φροντίδα και το γάλα της μαμάς, με αποτέλεσμα, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του να μην του αρέσει το γάλα, στο οποίο κάνει προβολή της φροντίδας της μαμάς.
Όταν ένας άνθρωπος είναι νεογέννητο, η σχέση του με τη μαμά του είναι ο κόσμος όλος. Στην ενήλικη ζωή στη σχέση με όλο τον κόσμο αναβιώνει τη σχέση με τη μαμά του. Ο Λοχαγός αναβιώνει το θυμό και την αηδία, τα οποία ένιωθε προς την μαμά του, θεωρώντας του κατοίκους του νησιού ύπουλους, απατεώνες, τύραννους και κοινωνία ηλιθίων.
Δεν αντέχει την πολυκοσμία γύρω του, λόγω της ύπαρξης πολλών παιδιών στη γονεϊκή οικογένεια.
Στην παλινδρόμησή του στο αρχέγονο τραύμα του, κατά την εφηβεία, η μαμά του του έδωσε τον ρόλο του άντρα της, δηλαδή αυτόν του προστάτη της οικογένειας (όταν ακούει την Αλίς να παίζει το εμβατήριο στο πιάνο φορτίζεται συναισθηματικά, γιατί βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς). Προκειμένου να ανταπεξέλθει στο ρόλο που του ανέθεσε η μαμά του να στηρίζει την οικογένεια, έπρεπε να είναι πάντα εύρωστος, με αποτέλεσμα στην ενήλική του ζωή, για να βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς, να αρνείται ότι είναι άρρωστος και να νιώθει ότι πρέπει να είναι πάντα ετοιμοπόλεμος (φοράει συνεχώς τις στρατιωτικές του μπότες).
Όταν οι δύο υπηρέτριες εγκαταλείπουν αυτόν και την Αλίς, παλινδρομεί στη γονεϊκή του οικογένεια, αναβιώνει τη συναισθηματική φόρτιση που ένιωθε τότε και νιώθει ότι είναι υπηρέτης, δηλαδή ότι καλείται να υπηρετήσει, φροντίζοντας και στηρίζοντας.
Όταν ζητά φροντίδα από αντικείμενο στο οποίο προβάλει την ενδοβλημένη του μαμά, το αντικείμενο αυτό δεν τον φροντίζει, είτε γιατί δεν θέλει (Αλίς) είτε γιατί δεν μπορεί (Γιουντίτ, η οποία δεν καταφέρνει να τον επισκεφτεί λόγω κακοκαιρίας), με αποτέλεσμα να νιώθει ότι η επιθυμία του για φροντίδα ματαιώνεται.
Τα αντικείμενα προβολής της ενδοβλημένης μαμάς δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες του, όπως αυτός τις αντιλαμβάνεται, και του τις απορρίπτουν με αποτέλεσμα να νιώθει ότι δεν τον καταλαβαίνουν (Γιουντίτ: «Μπαμπά μην πίνεις πολύ»).
Επειδή δεν πήρε φροντίδα από τη μαμά του, στην ενήλική του ζωή αρνείται να προσφέρει (συναισθηματικά ή υλικά), ακόμη και σε αγαπημένα του άτομα, αρνούμενος να κληροδοτήσει.
Προσπαθώντας να αναγνωρίζει την διάθεση της μαμάς όταν αυτή πλησίαζε για να τον φροντίσει, έτσι ώστε να μην πονέσει με τη στάση της, όταν τον εγκατέλειπε, ανέπτυξε ένα απίστευτο ταλέντο να οσμίζεται τη διάθεσή της, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να έχει ένα απίστευτο ταλέντο να οσμίζεται τα μυστικά των άλλων.
Η μαμά ήταν δυστυχισμένη στο γάμο της κι ένιωθε θυμό προς το σύζυγό της. Ο Λοχαγός, όντας παιδί του άνδρα της, αποτελούσε αντικείμενο μετάθεσης του θυμού της προς τον σύζυγο της.
Όταν η μαμά τον φρόντιζε, ένιωθε θυμό και αηδία. Στην ενήλικη ζωή βιώνει την ύπαρξη της ενδοβλημένης μαμάς, με το να αποτελεί ο ίδιος αντικείμενο θυμού και αηδίας για τους άλλους (οι άλλοι παίρνουν το ρόλο της μαμάς του).
Η μαμά ένιωθε θυμό προς το Λοχαγό, γιατί αποτελούσε ένα επιπλέον βάρος στη ζωή της. Στην ενήλικη ζωή του ο ίδιος αναβιώνει την παρουσία της μαμάς μέσω της Αλίς, η οποία είναι θυμωμένη μαζί του, γιατί τον βιώνει σαν βάρος, αλλά και μέσω των παιδιών του, με τα οποία είναι ο ίδιος θυμωμένος, καθώς τα βιώνει σαν βάρος (η φράση του προς τον Κουρτ σε σχέση με τα παιδιά του το αποδεικνύει «είσαι τυχερός που ξεμπέρδεψες»).
Ο ίδιος ένιωθε μεγάλο θυμό προς τη μαμά του, γιατί τον παραμελούσε. Δεν μπορούσε ωστόσο να εκδηλώσει τον θυμό αυτό, καθώς φοβόταν ότι αν τον εκφράσει θα καταστρέψει τη μαμά του και άρα θα πεθάνει και ο ίδιος, αφού δεν θα υπάρχει κανένας να τον φροντίζει. Αποτέλεσμα του φόβου αυτού ήταν να απωθεί (μπλοκάρει) τον θυμό. Αυτός ο απωθημένος θυμός εκδηλώνεται καταστροφικά όταν σκίζει και πετάει στο πάτωμα τη φωτογραφία της Αλίς, ενώ εμφανίζεται μπλοκαρισμένος όταν δεν πετάει τα δάφνινα στεφάνια από το παράθυρο.
Η μαμά, όταν τον φρόντιζε, το έκανε με θυμό. Ο ίδιος, ως νεογέννητο, ανταποκρινόταν στο θυμό της μαμάς νιώθοντας θυμό γι’ αυτή, κι επιθυμούσε να την κάνει να υποφέρει. Επειδή σαν νεογέννητο, το ενδεχόμενο να βλάψει τη μαμά θα είχε συνέπειες και για τον ίδιο, έπρεπε να βρει ένα μηχανισμό για να δικαιολογήσει την επιθυμία του να κάνει τη μαμά να υποφέρει. Ο μηχανισμός τον οποίο ανέπτυξε ήταν να νιώθει ότι η μαμά έπρεπε να τον εκδικηθεί γι’ αυτή του την επιθυμία. Όταν τραβάει το σπαθί για να σκοτώσει την Αλίς, επειδή η Γιουντίτ είναι αντικείμενο προβολής της μαμάς του, της ζητά (της Γιουντίτ) να τον εκδικηθεί επειδή, σκοτώνοντας τη μαμά της (Αλίς), θα την κάνει να υποφέρει.
Ως νεογέννητο, ένιωθε θυμό προς τη μαμά, γιατί η αγάπη του δεν ήταν ικανή να την απομακρύνει από αυτόν τον ανεπαρκή (άτιμο και ανυπόληπτο) σύζυγο, με αποτέλεσμα να παραμένουν και η μαμά και ο ίδιος σε αυτή την απαίσια σχέση, που συνιστούσε πηγή δυστυχίας και για τους δύο. Στην ενήλικη ζωή νιώθει ότι ήταν καθήκον του να «τραβήξει» την Αλίς από το θέατρο όταν παντρεύτηκαν (αφού σε αγαπώ, θα σε σώσω από αυτό τον κακό σύζυγο/ θέατρο).
Στην Αλίς, στην οποία κάνει προβολή της μαμάς του (η Αλίς δεν του δίνει αυτό που θέλει και τον φροντίζει διεκπεραιωτικά, επειδή έτσι της έλαχε η ζωή και πρέπει να τον επωμιστεί) εκφράζει αυτό τον θυμό, όταν προσπαθεί να την σπρώξει στη θάλασσα, ώστε να πνιγεί.
Το ενδεχόμενο η μαμά να είχε κατάθλιψη είναι υπαρκτό, διότι δεν επεδίωξε βάλει ένα τέλος σε αυτό τον τελματωμένο γάμο.
Ο μπαμπάς του ήταν ανύπαρκτος, απών κι είχε εγκαταλείψει τα παιδιά του. Ο Λοχαγός προβάλει τον ενδοβλημένο του πατέρα στον Κουρτ, θεωρώντας τον επιπόλαιο και ανεύθυνο σύζυγο και πατέρα και κατηγορώντας τον ότι παράτησε τα παιδιά του, χάνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψή του.
Σχέση μαμάς – μπαμπά:
Η μαμά ήταν μόνιμα θυμωμένη με τον μπαμπά και του έκανε λεκτικές επιθέσεις. Στην ενήλικη ζωή ο Λοχαγός χορεύει, όταν ακούει το εμβατήριο «Η Είσοδος των Βογιάρων», καθώς μέσα από το χορό βιώνει την παρουσία της μαμάς, η οποία επιτίθεται στον μπαμπά. Ο μπαμπάς απαντούσε στην επιθετικότητα της μαμάς αποσυρόμενος στην κατάθλιψη, η οποία αποσυμβολιζόταν σαν ανικανότητα και τεμπελιά. Σε αυτή τη συγκρουσιακή σχέση δεν χωράγανε ο ίδιος και τα αδέρφια του, όπως στη σχέση του με την Αλίς δεν χωράνε τα παιδιά τους.
Τη συγκρουσιακή αυτή σχέση των γονιών του, αναπαράγει και ο ίδιος, έχοντας συγκρούσεις στην οικογένειά του.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος μοναξιάς, η οποία θα φέρει τον θάνατο, γιατί παλινδρομεί στην κούνια και στην συνέχεια στην μήτρα.
Επιθυμία να πάρει φροντίδα από άλλους ανθρώπους, τους οποίους όμως βιώνει ως απειλητικούς (όταν η μαμά έρχεται να του δώσει φροντίδα, η φροντίδα είναι διεκπεραιωτική - τα αδέλφια του τον απομυζούν - η μαμά φωνάζει στον μπαμπά).
Θυμός προς τα αντικείμενα προβολής μαμάς, γιατί δεν του δίνουν αυτό που αξίζει, και φόβος μοναξιάς όταν τα αντικείμενα απομακρυνθούν.
Μεγαλομανιακή προσπάθεια διαφυγής από τον πόνο του τραύματός του, η οποία οδηγεί πάντα στη μοναξιά (το μεγαλομανιακό κομμάτι του φαίνεται στην ιδέα που έχει για τα παιδιά του και για το βιβλίο που έχει γράψει).
Ο πόνος του τραύματός του έχει να κάνει με τη συναισθηματική εγκατάλειψη, την οποία βίωσε από τη μαμά του, τόσο στην μήτρα όσο και στην κούνια. Τη συναισθηματική αυτή εγκατάλειψη αναζητά ασυνείδητα πάντα, ώστε να βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς (φρούριο – κατοικία, κούνια, μήτρα: όλα συναισθηματικά σκληρά, ψυχρά).
Νιώθει αστήρικτος, γιατί ο μπαμπάς ήταν ανύπαρκτος και προσπαθεί να στηριχτεί σε άτομα τα οποία ή δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τον στηρίξουν. Πολλές φορές έχει κάνει αυτός τα άτομα να μην θέλουν να τον στηρίξουν (γιατρός) λόγω της στάσης και της συμπεριφοράς του.
Είναι υποτιμητικός και επικριτικός και μέσα από αυτό αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς, όπως ήταν αυτή υποτιμητική προς τον πατέρα του.
Δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, όπως δεν αναλάμβανε και η μαμά του τις ευθύνες της για το γάμο της και παρέμενε με αυτόν τον ανεπρόκοπο σύζυγο, απαξιώνοντάς τον.
Βασική άμυνα του εγώ: η απώθηση (διαγραφή).
Κατάγεται από φτωχή οικογένεια με πολλά αδέλφια.
Εμφανισιακά είναι άσχημος.
Ο πατέρας του ήταν ανίκανος και ακαμάτης.
Λόγω απουσίας της πατρικής στήριξης, η μητέρα του τον ανάγκασε από μικρό να δουλέψει (παρέδιδε μαθήματα), ώστε να στηρίξει την γονεϊκή οικογένεια.
Υπέμενε και υπέφερε για να στηρίξει την γονεϊκή οικογένεια (όταν ήταν νεαρός, δεν φορούσε παλτό μέσα στο χειμώνα, με εικοσιπέντε βαθμούς υπό το μηδέν, ενώ οι αδελφές του φορούσαν ζεστά μάλλινα πανωφόρια).
Υποστηρίζει ότι όταν ήταν παιδί, η ζωή του ήταν πάντοτε παράξενη, σκληρή και εχθρική.
Η αντίληψή του για την ζωή συνοψίζεται σε μία λέξη: Διαγραφή.
Βρίσκει όλη την ζωή φρικτή. Αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τι θα πει χαρά, και ότι νιώθει «φθινόπωρο» μέσα του.
Θεωρεί ότι περιστοιχιζόταν από εχθρούς σε όλη του την ζωή, κάτι το οποίο όχι μόνο δεν τον έβλαψε, αλλά, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, τον βοήθησε να προχωρήσει.
Πιστεύει πως, ό,τι απέκτησε στην δύσκολη ζωή του, το κέρδισε με τον αγώνα και το σπαθί του.
Φοράει φθαρμένη στρατιωτική στολή και μπότες ιππασίας με σπιρούνια. Τις μπότες αυτές δεν βγάζει σε όλη την διάρκεια του έργου, ακόμη και όταν, άρρωστος, ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Δεν παραδέχεται ότι φοβάται, ακόμη και όταν ο φόβος του είναι προφανής.
Φοβάται το σκοτάδι.
Αρνείται να παραδεχτεί ότι μεγαλώνει. Δεν είναι συμφιλιωμένος με την φθορά του χρόνου και με το θάνατο.
Όταν είναι σε επαφή με το φόβο του θανάτου ελπίζει ότι αυτός δεν θα είναι το τέλος και μιλά για αθανασία της ψυχής.
Πιστεύει ότι στην ζωή του δεν έχει πάρει την αναγνώριση που του άξιζε.
Αναζητά στιγμές αποδοχής, ακόμα κι αν είναι πλαστές, με αποτέλεσμα να κολακεύεται όταν οι δεκανείς, οι φαντάροι και οι μουσικοί της μπάντας, του στέλνουν ανθοδέσμες, τηλεγραφήματα και επιστολές.
Πιστεύει ότι στάθηκε σε όλες τις περιστάσεις της ζωής αξιοπρεπής.
Ζει μέσα σε ψευδαισθήσεις, κάτι το οποίο παραδέχεται και ο ίδιος στο τέλος του έργου.
Θεωρεί τον εαυτό του διάσημο συγγραφέα σχολικών εγχειριδίων. Στην πραγματικότητα έχει γράψει μόνο ένα βιβλίο, με τίτλο «Μαθήματα Σκοποβολής», το οποίο κάποτε διδασκόταν στις στρατιωτικές σχολές και έχει πλέον αντικατασταθεί.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο λόγος για τον οποίο παρέμεινε Λοχαγός είναι ότι δεν ήθελε να γίνει Ταγματάρχης.
Του αρέσει να καπνίζει πούρο και να πίνει ουίσκι. Δεν θέλει να κρατάει κανένα μέτρο στο αλκοόλ, καθώς, όπως ισχυρίζεται, αλλιώς δεν αξίζει.
Το κάπνισμα είναι γι’ αυτόν «η μόνη του χαρά».
Όταν ο γιατρός του απαγορεύει το τσιγάρο και το ποτό, αναρωτιέται αν αξίζει να ζει χωρίς τις δύο αυτές απολαύσεις.
Θεωρεί ότι η Αλίς είναι καλή γυναίκα, «παρ’ όλα τα κουσούρια της». Ισχυρίζεται ότι υπήρξε πιστή σύζυγος και άριστη μητέρα, αλλά πιστεύει ότι έχει «διαβολικό ταμπεραμέντο».
Αποδέχεται την κατηγορία της Αλίς ότι αποπειράθηκε να την δολοφονήσει, σπρώχνοντάς την στην θάλασσα. Παραδέχεται ότι ήταν μια τιποτένια πράξη, η οποία ωστόσο του φάνηκε εντελώς φυσική και δε μετάνιωσε ποτέ γι’ αυτή. Αναγνωρίζει ότι η Αλίς τον εκδικήθηκε με το παραπάνω γι’ αυτή του την πράξη, κι αυτό το βρίσκει εξίσου «φυσικό».
Για τα παιδιά του έχει την άποψη ότι βγήκαν δύο πολύ καλά παιδιά.
Πιστεύει ότι ο γιος του είναι σπάνιας ευφυΐας.
Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη του, Γιουντίτ.
Ισχυρίζεται ότι έχει αρκετά χρήματα για να φροντίσει την οικογένειά του, παρότι οι αντικειμενικές συνθήκες δείχνουν ότι η οικονομική του κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική.
Πιστεύει ότι τόσο η γυναίκα όσο και τα παιδιά του τον εκμεταλλεύονται οικονομικά. Θεωρεί ότι αν κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να διασφαλίσει οικονομικά τη γυναίκα του, αυτή θα τον εγκαταλείψει.
Το πιάνο είναι γι’ αυτόν «το έσχατο καταφύγιο». Του αρέσει να ακούει τη γυναίκα του να παίζει το εμβατήριο «Η Είσοδος των Βογιάρων». Όταν ακούει το εμβατήριο χορεύει. Επίσης, το άκουσμα του πιάνου είναι αυτό που τον συνεφέρει, όταν λιποθυμά.
Θεωρεί ότι η γυναίκα του επιλέγει να παίζει πένθιμα εμβατήρια και θρηνητικά τραγούδια, για να δείξει πόσο δυστυχισμένη είναι και πόσο απαίσιο σύζυγο έχει.
Πιστεύει ότι ο Κουρτ είναι υπεύθυνος για τη γνωριμία του με την Αλίς και τον δυστυχή τους γάμο.
Η στάση του απέναντι στον Κουρτ παρουσιάζει αμφιθυμικές διακυμάνσεις.
Από τη μία υποστηρίζει ότι ο Κουρτ είναι «καλό παιδί» και του είναι ευχάριστο να συζητά μαζί του, ενώ από την άλλη τον θεωρεί επιπόλαιο και ανεύθυνο σύζυγο και πατέρα, επειδή έχει χωρίσει και την επιμέλεια των παιδιών του έχει αναλάβει βάσει δικαστικής απόφασης η γυναίκα του. Τον κατηγορεί ότι παράτησε τα παιδιά του κι έτσι έχασε την τιμή και την υπόληψή του.
Θεώρει τον εαυτό του αφέντη του νησιού, άμεμπτο και ατρόμητο. Ακόμη και άρρωστος, βαυκαλίζεται ότι αυτός διατάζει στο νησί, ότι και ο ίδιος ο Κουρτ είναι υπόλογός του.
Περιφρονεί τους υπόλοιπους ανθρώπους του νησιού και δεν συγχρωτίζεται μαζί τους. Τους θεωρεί όλους τύραννους, παλιάνθρωπους, ύπουλους και απατεώνες.
Είναι τσακωμένος με όλους και δεν έχει καμία σχέση μαζί τους.
Θεωρεί ότι δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στο νησί, ο οποίος να τον καταλαβαίνει. Πιστεύει ότι είναι μια κοινωνία ηλιθίων.
Η επαφή με την πραγματικότητά του (στο τέλος του έργου) διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην Αλίς, τον Κουρτ και την κοινωνία του νησιού, δηλαδή συνειδητοποιεί τις γονεϊκές προβολές επάνω τους (ζητά από την Αλίς να συγυρίσουν, θέλει να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους και μάλιστα με καλεσμένους, προτρέπει την Αλίς να διαγράψουν ό,τι έγινε και να προχωρήσουν).
Ψυχική Δομή:
Η μαμά ήταν, τόσο πραγματικά όσο και συναισθηματικά, ανύπαρκτη.
Η μήτρα της μαμάς κατά την διάρκεια της κύησης του ήταν σκληρή και ψυχρή, όπως το πέτρινο φρούριο εντός του οποίου κατοικεί.
Το σκοτάδι του προκαλεί φόβο, γιατί τον παλινδρομεί στη μήτρα.
Όταν γεννήθηκε, η μαμά του τον εγκατέλειπε στην κούνια του, εντός της οποίας είχε ατελείωτες ώρες μοναξιάς, αναμένοντας την να έλθει για να τον φροντίσει.
Η εγκατάλειψη της μαμάς και η ατελείωτη μοναξιά της κούνιας τον παλινδρομούσαν στην μήτρα, στην οποία βίωνε, τόσο φόβο θανάτου όσο και «το απολύτως τίποτα», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στην ενήλική του ζωή την ίδια ατέρμονη μοναξιά αναβιώνει ζώντας στο φρούριο.
Και οι δύο καταστάσεις (εγκατάλειψη – μοναξιά) του προκαλούσαν ανησυχία (φόβο) επιβίωσης, ο οποίος στην ενήλική του ζωή αναβιώνεται στην αναρώτηση αν υπάρχει ειρήνη μετά θάνατον.
Όταν η μαμά τον εγκατέλειπε, βίωνε απόγνωση, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή, όταν το αντικείμενο προβολής μαμάς τον εγκαταλείπει, να παλινδρομεί στην εγκατάλειψη από τη μαμά του και να απελπίζεται.
Η ανυπαρξία – απουσία της μαμάς, του προκαλούσε τεράστιο πόνο.
Η ενδοβλημένη μαμά έχει καταγραφεί ως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να αναβιώνει την ύπαρξή της (μαμάς) μέσω της προτίμησής του για εκμηδένιση μετά το θάνατο, δηλαδή μέσω της αναβίωσης της συναισθηματικής καταγραφής, τόσο στην μήτρα όσο και την κούνια («ό, τι απομένει είναι ένα καρότσι κοπριά για τον κήπο»).
Η εγκατάλειψή του από τη μαμά του στην κούνια του, στην ενήλική του ζωή τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι είναι εξοικειωμένος με την μοναξιά.
Η παλινδρόμηση από την κούνια στην μήτρα, του δημιούργησε την βεβαιότητα ότι ο θάνατός του θα έλθει ακαριαία και χωρίς πόνο, όπως το ξαφνικό, ανάλγητο παράτημά του από την μαμά του στην κούνια του και στην συνέχεια η επικείμενη παλινδρόμησή του στην μήτρα της. Στην ενήλική του ζωή, ο φόβος θανάτου τον κάνει να αναρωτιέται ποιος είναι ο σκοπός μιας ζωής σαν τη δική του. Παραδέχεται ότι τον έψαξε αλλά δεν τον βρήκε, διότι η αναρώτηση έρχεται ενώ βρίσκεται σε παλινδρόμηση και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αποδεχτεί με στωικότητα αυτή την διαπίστωση.
Λόγω του ότι η μαμά δεν ερχόταν στην κούνια του, ανέπτυξε από τότε μια ιδιότυπη λογική για την τραγωδία του. Εάν δεν εμείνει σε αυτήν την άμυνα (ιδιότυπη λογική), τότε παλινδρομεί στη συναισθηματική φόρτιση (φόβος θανάτου και πόνος), την οποία βίωνε στη μήτρα. Στην ενήλική του ζωή, όταν παλινδρομεί στην κούνια κι έπειτα στη μήτρα, βιώνει τη δυστυχία παντού γύρω του, με αποτέλεσμα να πιστεύει ότι η δυστυχία τραβάει τη δυστυχία, και οι ευτυχισμένοι αποφεύγουν τους δυστυχισμένους. Έτσι εξηγεί το γεγονός ότι αυτός και η Αλίς δεν βλέπουν πάρα μόνο δυστυχία γύρω τους.
Καθώς η παρουσία της μαμάς γινόταν αντιληπτή μέσω της ψυχρής μήτρας όταν ήταν έμβρυο, και μέσω της εγκατάλειψής του στην κούνια όταν ήταν νεογέννητο (μήτρα/κούνια = τάφος), στην ενήλικη ζωή αναβιώνει την παρουσία της μαμάς μέσω της πεποίθησης ότι δεν είναι ευχαριστημένος από την ζωή του και ότι θα είναι ευχαριστημένος την ημέρα του θανάτου του.
Όταν η μαμά ερχόταν για να τον φροντίσει, το έκανε διεκπεραιωτικά. Η δυστυχία που βίωνε στο γάμο της αλλά και η εξάντλησή της λόγω ενασχόλησης με τα πολλά παιδιά, της στερούσε την κατάλληλή ψυχική φόρτιση για ουσιαστική φροντίδα. Αυτή η έλλειψη φροντίδας οδήγησε στη δημιουργία στοματικής καθήλωσης, την οποία στην ενήλική του ζωή καλύπτει με το πούρο, την έλλειψη μέτρου στο αλκοόλ και τις διαρκείς γαστριμαργικές ενασχολήσεις (η κυριότερη ανάμνησή του από τα πέντε ταξίδια στην Κοπεγχάγη είναι το αρνάκι Ναβαρέν με σάλτσα).
Η έλλειψη μητρικής φροντίδας έρχεται στην ενήλικη ζωή με κακή φροντίδα προς τον εαυτό του, δηλαδή φορώντας διαρκώς την ίδια φθαρμένη στρατιωτική στολή.
Όταν η μαμά του έδινε φροντίδα, την συναισθηματική ενέργεια την έβαζε ο ίδιος, με αποτέλεσμα ως ενήλικας να βιώνει τη ζωή σαν έναν αδιάκοπο αγώνα με σύντομη ημερομηνία λήξης.
Στη γέννησή του στο περιβάλλον του στρατού, αναβίωσε τις συνθήκες της γέννας του και αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, δηλαδή στερήθηκε φροντίδας, όπως την είχε στερηθεί και από τη μαμά του.
Η μαμά, όταν φρόντιζε το νεογέννητο, ταΐζοντάς το γάλα, ένιωθε αηδία. Την ίδια αηδία ένιωθε και το νεογέννητο για τη φροντίδα και το γάλα της μαμάς, με αποτέλεσμα, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του να μην του αρέσει το γάλα, στο οποίο κάνει προβολή της φροντίδας της μαμάς.
Όταν ένας άνθρωπος είναι νεογέννητο, η σχέση του με τη μαμά του είναι ο κόσμος όλος. Στην ενήλικη ζωή στη σχέση με όλο τον κόσμο αναβιώνει τη σχέση με τη μαμά του. Ο Λοχαγός αναβιώνει το θυμό και την αηδία, τα οποία ένιωθε προς την μαμά του, θεωρώντας του κατοίκους του νησιού ύπουλους, απατεώνες, τύραννους και κοινωνία ηλιθίων.
Δεν αντέχει την πολυκοσμία γύρω του, λόγω της ύπαρξης πολλών παιδιών στη γονεϊκή οικογένεια.
Στην παλινδρόμησή του στο αρχέγονο τραύμα του, κατά την εφηβεία, η μαμά του του έδωσε τον ρόλο του άντρα της, δηλαδή αυτόν του προστάτη της οικογένειας (όταν ακούει την Αλίς να παίζει το εμβατήριο στο πιάνο φορτίζεται συναισθηματικά, γιατί βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς). Προκειμένου να ανταπεξέλθει στο ρόλο που του ανέθεσε η μαμά του να στηρίζει την οικογένεια, έπρεπε να είναι πάντα εύρωστος, με αποτέλεσμα στην ενήλική του ζωή, για να βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς, να αρνείται ότι είναι άρρωστος και να νιώθει ότι πρέπει να είναι πάντα ετοιμοπόλεμος (φοράει συνεχώς τις στρατιωτικές του μπότες).
Όταν οι δύο υπηρέτριες εγκαταλείπουν αυτόν και την Αλίς, παλινδρομεί στη γονεϊκή του οικογένεια, αναβιώνει τη συναισθηματική φόρτιση που ένιωθε τότε και νιώθει ότι είναι υπηρέτης, δηλαδή ότι καλείται να υπηρετήσει, φροντίζοντας και στηρίζοντας.
Όταν ζητά φροντίδα από αντικείμενο στο οποίο προβάλει την ενδοβλημένη του μαμά, το αντικείμενο αυτό δεν τον φροντίζει, είτε γιατί δεν θέλει (Αλίς) είτε γιατί δεν μπορεί (Γιουντίτ, η οποία δεν καταφέρνει να τον επισκεφτεί λόγω κακοκαιρίας), με αποτέλεσμα να νιώθει ότι η επιθυμία του για φροντίδα ματαιώνεται.
Τα αντικείμενα προβολής της ενδοβλημένης μαμάς δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες του, όπως αυτός τις αντιλαμβάνεται, και του τις απορρίπτουν με αποτέλεσμα να νιώθει ότι δεν τον καταλαβαίνουν (Γιουντίτ: «Μπαμπά μην πίνεις πολύ»).
Επειδή δεν πήρε φροντίδα από τη μαμά του, στην ενήλική του ζωή αρνείται να προσφέρει (συναισθηματικά ή υλικά), ακόμη και σε αγαπημένα του άτομα, αρνούμενος να κληροδοτήσει.
Προσπαθώντας να αναγνωρίζει την διάθεση της μαμάς όταν αυτή πλησίαζε για να τον φροντίσει, έτσι ώστε να μην πονέσει με τη στάση της, όταν τον εγκατέλειπε, ανέπτυξε ένα απίστευτο ταλέντο να οσμίζεται τη διάθεσή της, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να έχει ένα απίστευτο ταλέντο να οσμίζεται τα μυστικά των άλλων.
Η μαμά ήταν δυστυχισμένη στο γάμο της κι ένιωθε θυμό προς το σύζυγό της. Ο Λοχαγός, όντας παιδί του άνδρα της, αποτελούσε αντικείμενο μετάθεσης του θυμού της προς τον σύζυγο της.
Όταν η μαμά τον φρόντιζε, ένιωθε θυμό και αηδία. Στην ενήλικη ζωή βιώνει την ύπαρξη της ενδοβλημένης μαμάς, με το να αποτελεί ο ίδιος αντικείμενο θυμού και αηδίας για τους άλλους (οι άλλοι παίρνουν το ρόλο της μαμάς του).
Η μαμά ένιωθε θυμό προς το Λοχαγό, γιατί αποτελούσε ένα επιπλέον βάρος στη ζωή της. Στην ενήλικη ζωή του ο ίδιος αναβιώνει την παρουσία της μαμάς μέσω της Αλίς, η οποία είναι θυμωμένη μαζί του, γιατί τον βιώνει σαν βάρος, αλλά και μέσω των παιδιών του, με τα οποία είναι ο ίδιος θυμωμένος, καθώς τα βιώνει σαν βάρος (η φράση του προς τον Κουρτ σε σχέση με τα παιδιά του το αποδεικνύει «είσαι τυχερός που ξεμπέρδεψες»).
Ο ίδιος ένιωθε μεγάλο θυμό προς τη μαμά του, γιατί τον παραμελούσε. Δεν μπορούσε ωστόσο να εκδηλώσει τον θυμό αυτό, καθώς φοβόταν ότι αν τον εκφράσει θα καταστρέψει τη μαμά του και άρα θα πεθάνει και ο ίδιος, αφού δεν θα υπάρχει κανένας να τον φροντίζει. Αποτέλεσμα του φόβου αυτού ήταν να απωθεί (μπλοκάρει) τον θυμό. Αυτός ο απωθημένος θυμός εκδηλώνεται καταστροφικά όταν σκίζει και πετάει στο πάτωμα τη φωτογραφία της Αλίς, ενώ εμφανίζεται μπλοκαρισμένος όταν δεν πετάει τα δάφνινα στεφάνια από το παράθυρο.
Η μαμά, όταν τον φρόντιζε, το έκανε με θυμό. Ο ίδιος, ως νεογέννητο, ανταποκρινόταν στο θυμό της μαμάς νιώθοντας θυμό γι’ αυτή, κι επιθυμούσε να την κάνει να υποφέρει. Επειδή σαν νεογέννητο, το ενδεχόμενο να βλάψει τη μαμά θα είχε συνέπειες και για τον ίδιο, έπρεπε να βρει ένα μηχανισμό για να δικαιολογήσει την επιθυμία του να κάνει τη μαμά να υποφέρει. Ο μηχανισμός τον οποίο ανέπτυξε ήταν να νιώθει ότι η μαμά έπρεπε να τον εκδικηθεί γι’ αυτή του την επιθυμία. Όταν τραβάει το σπαθί για να σκοτώσει την Αλίς, επειδή η Γιουντίτ είναι αντικείμενο προβολής της μαμάς του, της ζητά (της Γιουντίτ) να τον εκδικηθεί επειδή, σκοτώνοντας τη μαμά της (Αλίς), θα την κάνει να υποφέρει.
Ως νεογέννητο, ένιωθε θυμό προς τη μαμά, γιατί η αγάπη του δεν ήταν ικανή να την απομακρύνει από αυτόν τον ανεπαρκή (άτιμο και ανυπόληπτο) σύζυγο, με αποτέλεσμα να παραμένουν και η μαμά και ο ίδιος σε αυτή την απαίσια σχέση, που συνιστούσε πηγή δυστυχίας και για τους δύο. Στην ενήλικη ζωή νιώθει ότι ήταν καθήκον του να «τραβήξει» την Αλίς από το θέατρο όταν παντρεύτηκαν (αφού σε αγαπώ, θα σε σώσω από αυτό τον κακό σύζυγο/ θέατρο).
Στην Αλίς, στην οποία κάνει προβολή της μαμάς του (η Αλίς δεν του δίνει αυτό που θέλει και τον φροντίζει διεκπεραιωτικά, επειδή έτσι της έλαχε η ζωή και πρέπει να τον επωμιστεί) εκφράζει αυτό τον θυμό, όταν προσπαθεί να την σπρώξει στη θάλασσα, ώστε να πνιγεί.
Το ενδεχόμενο η μαμά να είχε κατάθλιψη είναι υπαρκτό, διότι δεν επεδίωξε βάλει ένα τέλος σε αυτό τον τελματωμένο γάμο.
Ο μπαμπάς του ήταν ανύπαρκτος, απών κι είχε εγκαταλείψει τα παιδιά του. Ο Λοχαγός προβάλει τον ενδοβλημένο του πατέρα στον Κουρτ, θεωρώντας τον επιπόλαιο και ανεύθυνο σύζυγο και πατέρα και κατηγορώντας τον ότι παράτησε τα παιδιά του, χάνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψή του.
Σχέση μαμάς – μπαμπά:
Η μαμά ήταν μόνιμα θυμωμένη με τον μπαμπά και του έκανε λεκτικές επιθέσεις. Στην ενήλικη ζωή ο Λοχαγός χορεύει, όταν ακούει το εμβατήριο «Η Είσοδος των Βογιάρων», καθώς μέσα από το χορό βιώνει την παρουσία της μαμάς, η οποία επιτίθεται στον μπαμπά. Ο μπαμπάς απαντούσε στην επιθετικότητα της μαμάς αποσυρόμενος στην κατάθλιψη, η οποία αποσυμβολιζόταν σαν ανικανότητα και τεμπελιά. Σε αυτή τη συγκρουσιακή σχέση δεν χωράγανε ο ίδιος και τα αδέρφια του, όπως στη σχέση του με την Αλίς δεν χωράνε τα παιδιά τους.
Τη συγκρουσιακή αυτή σχέση των γονιών του, αναπαράγει και ο ίδιος, έχοντας συγκρούσεις στην οικογένειά του.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος μοναξιάς, η οποία θα φέρει τον θάνατο, γιατί παλινδρομεί στην κούνια και στην συνέχεια στην μήτρα.
Επιθυμία να πάρει φροντίδα από άλλους ανθρώπους, τους οποίους όμως βιώνει ως απειλητικούς (όταν η μαμά έρχεται να του δώσει φροντίδα, η φροντίδα είναι διεκπεραιωτική - τα αδέλφια του τον απομυζούν - η μαμά φωνάζει στον μπαμπά).
Θυμός προς τα αντικείμενα προβολής μαμάς, γιατί δεν του δίνουν αυτό που αξίζει, και φόβος μοναξιάς όταν τα αντικείμενα απομακρυνθούν.
Μεγαλομανιακή προσπάθεια διαφυγής από τον πόνο του τραύματός του, η οποία οδηγεί πάντα στη μοναξιά (το μεγαλομανιακό κομμάτι του φαίνεται στην ιδέα που έχει για τα παιδιά του και για το βιβλίο που έχει γράψει).
Ο πόνος του τραύματός του έχει να κάνει με τη συναισθηματική εγκατάλειψη, την οποία βίωσε από τη μαμά του, τόσο στην μήτρα όσο και στην κούνια. Τη συναισθηματική αυτή εγκατάλειψη αναζητά ασυνείδητα πάντα, ώστε να βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς (φρούριο – κατοικία, κούνια, μήτρα: όλα συναισθηματικά σκληρά, ψυχρά).
Νιώθει αστήρικτος, γιατί ο μπαμπάς ήταν ανύπαρκτος και προσπαθεί να στηριχτεί σε άτομα τα οποία ή δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τον στηρίξουν. Πολλές φορές έχει κάνει αυτός τα άτομα να μην θέλουν να τον στηρίξουν (γιατρός) λόγω της στάσης και της συμπεριφοράς του.
Είναι υποτιμητικός και επικριτικός και μέσα από αυτό αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς, όπως ήταν αυτή υποτιμητική προς τον πατέρα του.
Δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, όπως δεν αναλάμβανε και η μαμά του τις ευθύνες της για το γάμο της και παρέμενε με αυτόν τον ανεπρόκοπο σύζυγο, απαξιώνοντάς τον.
Βασική άμυνα του εγώ: η απώθηση (διαγραφή).
Αλίς
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Προέρχεται από οικογένεια με πολλούς πλούσιους συγγενείς.
Το μόνο στοιχείο, το οποίο αναφέρεται στο έργο σχετικά με την οικογένειά της, είναι ότι έχει έναν αδελφό.
Ήταν ηθοποιός. Άφησε το θέατρο όταν παντρεύτηκε το Λοχαγό.
Είναι δέκα χρόνια νεότερη του Λοχαγού.
Παίζει πιάνο.
Σχόλιο:
Τα αντικειμενικά στοιχεία της Αλίς αφορμώνται κυρίως από ιδιότητές της, που σχετίζονται με τον τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, συμπεριφέρεται και σκέφτεται. Συνεπώς η παράθεση των υπόλοιπων αντικειμενικών στοιχείων θα βασιστεί στην κατηγοριοποίηση των εν λόγω αντιλήψεων, συμπεριφορών και σκέψεων.
Ψυχωτικός πυρήνας
Αναφέρει ότι τα παιδιά σπανίως έπαιζαν.
Πιστεύει ότι τα δύο παιδιά που έχουν χάσει, πέθαναν εξαιτίας μιας αρρώστιας που προκλήθηκε από την έλλειψη φωτός στο σπίτι, το οποίο στο παρελθόν ήταν φυλακή.
Αισθάνεται ότι ζει υπό την επιτήρηση του Λοχαγού και συνεπώς νιώθει φυλακισμένη μια ζωή μέσα στο σπίτι.
Πιστεύει ότι ο κυριότερος λόγος που ο Λοχαγός φοβάται το θάνατο είναι ότι η ίδια μπορεί να ξαναπαντρευτεί.
Υποστηρίζει ότι παντρεύτηκε τον άντρα της επειδή αυτός την ξελόγιασε. Πίστευε ότι η θέση του είχε πολύ «χρυσάφι» και μέσω αυτής ήθελε να ανέβει και η ίδια στην καλή κοινωνία. Νιώθει όμως ότι τελικά ο άντρας της την εξαπάτησε με τις υποσχέσεις του, γιατί το χρυσάφι υπήρχε μόνο στη στολή του.
Θεωρεί ότι ο Κουρτ «την πάντρεψε» με το Λοχαγό, γεγονός που η ίδια χαρακτηρίζει ως απερισκεψία του Κουρτ, μια απερισκεψία που πλήρωσε ακριβά, στερούμενη μια λαμπρή καριέρα πρωταγωνίστριας στο θέατρο.
Κατηγορεί το Λοχαγό για την καταστροφή μιας πολλά υποσχόμενης, κατά την ίδια, καριέρας στο θέατρο.
Έχει την πεποίθηση ότι η δυστυχία ενυπάρχει στις ζωές όλων των ανθρώπων, απλώς δε μιλούν όλοι γι’ αυτό, όπως η ίδια και ο Λοχαγός.
Νιώθει ότι περιστοιχίζεται από εχθρούς.
Κατηγορεί το Λοχαγό για το γεγονός ότι όλοι τους αποφεύγουν.
Θεωρεί ότι η ίδια της δεν έχει ανάγκη από συγχώρεση και επιεική μεταχείριση, καθώς παίζει πάντα με ανοιχτά χαρτιά και δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Συγχέει τον τηλέγραφο με χερούλι από μύλο του καφέ, μια σύγχυση η οποία καταδεικνύει την πρωτόγονή της επιθετικότητα. Συγχέει το σμπαράλιασμα των κόκκων του καφέ από το μύλο με την σύνθλιψη που προκαλούν τα δόντια κατά το δάγκωμα. Το δάγκωμα της είναι τόσο δυνατό, δηλαδή η επιθετικότητα (μίσος) της είναι τόσο δυνατή, που μπορεί να ξεριζώσει και το δόντι της.
Χαίρεται όταν καταστρέφει κάποιον, έστω και αν η δράση της αυτή θα επιφέρει και το δικό της όλεθρο («Τινάζουμε το κάστρο στον αέρα, μαζί μ ΄αυτόν, κι ας ανατιναχτούμε κι εμείς»)
Το μίσος της προς το Λοχαγό εκφράζεται άμεσα σε διάφορα σημεία του έργου. Υποστηρίζει ότι πάντοτε τον μισούσε και εξακολουθεί να τον μισεί τόσο απέραντα, ώστε ο θάνατός του θα της προκαλούσε γέλια.
Σε αρκετά σημεία επιθυμεί και εύχεται το θάνατό του Λοχαγού.
Δεν της αρκεί να εκδικηθεί το Λοχαγό, θέλει και να τον ρεζιλέψει, εμφανιζόμενη με τον Κουρτ στο θέατρο της πόλης, σε κοινή θέα.
Προσπαθεί να του δημιουργήσει τύψεις, λέγοντάς του ότι αν φύγουν οι υπηρέτριες θα «ξαναγίνει» υπηρέτρια, θα πρέπει να κάνει πάλι μόνη της όλες τις δουλειές και θα χαλάσουν τα χέρια της.
Χαίρεται με την είδηση ότι η κόρη της δεν θα έρθει να επισκεφτεί τον πατέρα της, όταν αυτός είναι άρρωστος.
Δηλώνει ότι, όταν τον πρωτοείδε, η ασχήμια του την τρόμαξε.
Τον θεωρεί έναν ασήμαντο Λοχαγό που δεν κατάφερε να γίνει ούτε Ταγματάρχης.
Τον κατηγορεί για την κακή οικονομική τους κατάσταση και θεωρεί ότι απέναντί της είναι τσιγκούνης.
Τον αποκαλεί «δεσπότη με φύση δούλου».
Τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι δεν τολμά να είναι τύραννος μέσα στο σπίτι.
Τον κοροϊδεύει, όταν οι φαντάροι του στέλνουν ανθοδέσμες γιατί, κατά την ίδια, οι κινήσεις αυτές είναι ανειλικρινείς.
Τον κατηγορεί ότι περιφρονεί τους γιατρούς και τη δουλεία τους, όπως περιφρονούσε τόσο τη δική της δουλειά όσο και όλων των άλλων. Επίσης, ότι γι’ αυτόν όλα είναι άχρηστα, εκτός από τα κανόνια και τα όπλα του.
Τον κατακρίνει, επειδή τρέμει το σκοτάδι.
Τον χαρακτηρίζει παμπόνηρο, αρχιψεύτη, κουτσομπόλη, ραδιούργο και φαντασμένο.
Την ενοχλεί όταν χασμουριέται μπροστά της.
Υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν πίνει όσο καυχιέται.
Τον εκθέτει, λέγοντάς του ότι στα δύσκολα υποχωρεί και τη βγάζει μπροστά.
Τον μειώνει, λέγοντάς του ότι η ίδια αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από την υπηρέτρια για να στείλει τα παιδιά στην πόλη.
Τον υποτιμά, λέγοντάς ότι χρησιμοποιεί το καλό γούστο που η ίδια έχει για να κάνει επίδειξη στους άλλους. Επίσης, ότι η κυριότερη ανάμνησή της από τα ταξίδια στην Κοπεγχάγη είναι τα κονσέρτα στο Τίβολι, ενώ η δική του, το αρνάκι Ναβαρέν με σάλτσα.
Στο τέλος του έργου, συγκρατεί το γέλιο της, όταν αποδέχεται την πρόταση του άνδρα της να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους, ενώ στην αρχή είχε εκφράσει αντιρρήσεις.
Προς Κουρτ
Τον χαρακτηρίζει φουκαρά.
Τον επικρίνει, λέγοντάς του ότι είναι απερίσκεπτος, επειδή εγκατέλειψε τα παιδιά του.
Χειριστική Συμπεριφορά
-θα υπακούσει στις διαταγές του, καθώς αυτός σκέφτεται μόνο το καλό τους (έτσι τον κάνει να φαντάζεται ότι του δίνει την εξουσία).
-φοβάται το θυμό του Λοχαγού, όταν ανακαλύψει ότι δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, και γι’ αυτό του ζητά απεγνωσμένα να μην την αφήσει μόνη.
-δέχεται να τη φροντίσει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα το μάθει ο Λοχαγός, γιατί θα τη σκοτώσει.
-στη ζωή της έχει μάθει να περιμένει.
-παίζει στο πιάνο μακάβρια κομμάτια, γιατί αρέσουν στο Λοχαγό, παρ’ όλο που δυσκολεύεται πολύ, καθώς τα χέρια της είναι καταπονημένα από τις δουλειές του σπιτιού.
-αμελεί να βάψει τα μαλλιά της, όσο ο Λοχαγός είναι άρρωστος («…έχουν ασπρίσει από καιρό. Δεν τα έβαψα αυτές τις δύο μέρες, το αμέλησα, αφ’ ότου ο άντρας μου δείχνει σαν πεθαμένος. Εικοσιπέντε χρόνια σ’ αυτό το φρούριο»).
-αυτή και ο Λοχαγός ανήκουν σε καταραμένο γένος. Αυτό που ζουν δεν είναι ζωή αλλά ένα αιώνιο μαρτύριο. Ελπίζει η ζωή να αρχίσει όταν πεθάνουν. Είναι κολλημένοι ο ένας στον άλλον και είναι αδύνατο να ξεκολλήσουν. Δεν ξέρει ποια είναι η αιτία του μίσους που τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Είναι καταδικασμένοι να ζουν μαζί, μέχρι να έλθει ο θάνατος να τους λυτρώσει.
-αν ο Λοχαγός ήταν πάντα νηφάλιος, θα ήταν φόβος και τρόμος για την ανθρωπότητα και χάρη στο ουίσκι κατάντησε απλώς γελοίος και ακίνδυνος.
-το μόνο της πλεονέκτημα στο «μακροχρόνιο πόλεμο» με το Λοχαγό είναι ότι η ίδια ήταν πάντα ξεμέθυστη.
-για τα δύο εν ζωή παιδιά τους, ενώ η ύπαρξή τους θα έπρεπε να είναι ευλογία για το σπίτι, τελικά έγινε κατάρα και δεν κατάφερε να ενώσει το ζευγάρι. Αυτή και ο Λοχαγός τα έστρεψαν ο ένας εναντίον του άλλου και, για να μην τα διαφθείρουν εντελώς, τα έστειλαν στην πόλη. Όταν βγουν στη ζωή θα είναι δυο άνθρωποι «μόνοι» και «κακοί» όπως αυτή και ο Λοχαγός.
Προσπαθεί να πάρει τον Κουρτ με το μέρος της και να τον στρέψει κατά του Λοχαγού, λέγοντάς του ότι ο Λοχαγός:
-είναι ένας βρικόλακας και ανθρωποφάγος, που τρέφεται από τις ζωές των άλλων, γιατί η δική του ζωή του είναι άδεια.
-μεταφράζει την ευγένεια που θα του δείξει κάποιος σε υποκρισία.
-είναι πολύ εγωιστής για να τη ζηλέψει.
-μπορεί να είναι καλός και ευαίσθητος, αλλά αν τον έχεις εχθρό, είναι ένα τέρας.
-της φαίνεται εξίσου άγνωστος, όσο της ήταν και πριν εικοσιπέντε χρόνια. Τον φοβάται.
-αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει ρίχνοντάς τη στη θάλασσα (πραγματικό συμβάν).
-την έδερνε εικοσιπέντε χρόνια, ακόμη και μπροστά στα παιδιά (σε προηγούμενο σημείο του έργου είχε δηλώσει ότι δεν την έχει χτυπήσει ποτέ και πως αν αυτό είχε συμβεί αυτή θα είχε φύγει γιατί έχει αξιοπρέπεια).
-είναι υπεύθυνος για τη μοναξιά της (παραδέχεται ωστόσο ότι και αυτή ευθύνεται για τη μοναξιά του Λοχαγού).
-τρελαίνεται από αλαζονεία όταν κάποιος τον κολακεύσει και γι’ αυτό αρνείται να του πει έναν καλό λόγο.
-είναι αχάριστος, καθώς δεν αναγνώρισε ποτέ τη βοήθεια που του προσέφεραν κάποιοι πλούσιοι γνωστοί του, στα πρώτα δύσκολα χρόνια του ως νέος αξιωματικός.
-είχε δύσκολη παιδική ηλικία, και τον συμπονά γι’ αυτό.
-έχει κάνει την κόρη της ένα πιστό αντίγραφό του και την έχει εκπαιδεύσει να στρέφεται εναντίον της (σε βαθμό που, κατά τα λεγόμενά της, έχει σηκώσει χέρι πάνω της).
-καταχράστηκε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Κουρτ (όταν τον έστειλε για να μεσολαβήσει να τα βρει με τη γυναίκα του, αυτός φλέρταρε μαζί της και τη δασκάλεψε πώς να του πάρει τα παιδιά).
Του θυμίζει ότι, όταν ήταν μικροί, έπαιζαν τους αρραβωνιασμένους.
Όταν αποφασίζει να εκδικηθεί το Λοχαγό, νιώθει ελεύθερη, δυνατή και φλερτάρει μαζί του (Κουρτ). Του λέει ότι ήταν σκλάβα και αυτός την ελευθέρωσε.
Όταν αποπειράται να τη σκαμπιλίσει, του ζητά να γονατίσει με το κεφάλι στο πάτωμα και να της φιλήσει το πόδι.
Του αναφέρει με σεξουαλικό υπονοούμενο το προπατορικό αμάρτημα.
Προς Λοχαγό
Προσπαθεί να τον θυμώσει, λέγοντάς του ότι:
-την ενοχλεί το γεγονός ότι ο Κουρτ δεν τους επισκέφτηκε αμέσως, με το που έφτασε στο νησί.
-ξέρει καλά τα «Μαθήματα Σκοποβολής», αυτό το διάσημο, απούλητο σχολικό εγχειρίδιο, ενώ παράλληλα τον σημαδεύει με την ομπρέλα της.
-έχει εραστή τον Κουρτ (τον φιλάει μπροστά του).
Φοβάται τον θυμό του και προσπαθεί να τον κατευνάσει λέγοντάς του ότι:
-αυτός τουλάχιστον είναι άντρας, σε αντίθεση με τον Κουρτ, ο οποίος είναι το μεγαλύτερο τομάρι, επειδή τους εγκατέλειψε.
-ο Κουρτ την παρέσυρε (την έβαλε σε πειρασμό) στην προσπάθεια που η ίδια έκανε να τον βάλει στη φυλακή.
-αν τη συγχωρήσει θα τον φροντίζει, θα τον αγαπάει και θα γίνει νοσοκόμα του, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή.
Ψυχική Δομή:
Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως ακριβείς για τους ενδοβλημένους γονείς γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία για τα παιδικά της χρόνια είναι μηδενικά.
Έχει βιώσει απόρριψη σαν ύπαρξη (και από τους δύο γονείς), τόσο ενδομήτρια, όσο και αμέσως μετά τη γέννησή της.
Σαν νεογέννητο βίωσε συναισθηματική εγκατάλειψη και από τους δύο γονείς.
Συμβιβάστηκε με την πλημμελή – διεκπεραιωτική φροντίδα και στήριξη, τις οποίες δέχτηκε από τους γονείς, έτσι ώστε να επιβιώσει.
Για να αντέξει τον πόνο της απόρριψης και τον φόβο θανάτου ο οποίος την συνοδεύει, ανέπτυξε έναν ψυχωτικό πυρήνα, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, αίσθηση μεγαλείου, χειρισμός, εκδικητικότητα και απαξίωση.
Βιώνει την πραγματικότητα με μια δική της παραισθησιακή αντίληψη.
Οριακή προσωπικότητα (ξεπερνά τα όρια) μπαινοβγαίνει στην τρέλα, κάνει παρανοϊκές σκέψεις, εκλαμβάνει σαν πραγματικότητα καταστάσεις οι οποίες δεν υπάρχουν.
Βλέμμα σκοτεινό – θολό – μαύρο.
Ανικανοποίητο χάος. Διαρκής αίσθηση ανικανοποίητου. Ανοργασμική.
Σε διαρκή υπερδιέγερση. Ευερέθιστη.
Ηδονή από εκδίκηση.
Εφευρετική (οξυδερκής – έξυπνή) στο να βρίσκει αιτίες τεκμηριωμένες για το ότι έχει δίκιο που είναι ανικανοποίητη.
Ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη με το οτιδήποτε. Με μανιακή ενέργεια χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα για να πετύχει αυτό το οποίο θέλει, όμως ακόμη και αν το αποκτήσει δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη.
Θέλει τους άλλους να είναι υποταγμένοι και να έχει την πλήρη εξουσία πάνω τους.
Σκέψη δαιδαλώδης, μπορεί να σκέφτεται πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να είναι καλή σε όλα.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης. Αίσθηση χάους όταν οι άλλοι την απορρίπτουν ή την εγκαταλείπουν, έτσι ώστε να μην πονάει.
Στην ενήλική της ζωή, όταν νιώθει φόβο απόρριψης ή εγκατάλειψης (πραγματικό στο εδώ και τώρα, ή παλινδρόμηση) μπαίνει στο χάος. Το χάος την οδηγεί σε δράσεις, των οποίων το αποτέλεσμα είναι οι άλλοι να την απορρίπτουν και να την εγκαταλείπουν, έτσι ώστε το σενάριό της να επαναληφθεί.
Νιώθει αποδεκτή όταν οι άλλοι της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως η ίδια θέλει, δηλαδή όταν κάνουν αυτό ακριβώς που θέλει και της δίνουν αυτό ακριβώς που θέλει.
Προσπαθώντας να νιώσει αποδεκτή, δηλαδή οι άλλοι να είναι όπως τους θέλει και να της συμπεριφέρονται όπως θέλει, τους οδηγεί στο χάος, με αποτέλεσμα να την απορρίπτουν και να την εγκαταλείπουν και άρα να έχουμε επαναληψιμότητα του σεναρίου της.
Κάθε φορά που στην ενήλική της ζωή συμβιβάζεται ή βιώνει ότι συμβιβάζεται, αναβιώνει τον πόνο του τραύματός της και μπαίνει στο χάος.
Συμβιβάζεται με τα δεδομένα (ανθρώπους – καταστάσεις) της ζωής της, τα οποία παράλληλα τα απαξιώνει, επειδή νιώθει ότι εγκλωβίζεται σε αυτά και αυτό την πονά. Κάθε συμβιβασμός την παλινδρομεί στο συμβιβασμό τον οποίο έκανε με τους γονείς της ώστε να επιβιώσει. Η απαξίωσή της βιώνεται από το αντικείμενο (ανθρώπους) σαν απόρριψη, με αποτέλεσμα να την απορρίπτει και αυτό και άρα να επαναλαμβάνεται το σενάριό της.
Ο πόνος του τραύματός της πηγάζει από την ενδομήτρια απόρριψή της ως ύπαρξη και την εγκατάλειψή της ως νεογέννητο.
Προέρχεται από οικογένεια με πολλούς πλούσιους συγγενείς.
Το μόνο στοιχείο, το οποίο αναφέρεται στο έργο σχετικά με την οικογένειά της, είναι ότι έχει έναν αδελφό.
Ήταν ηθοποιός. Άφησε το θέατρο όταν παντρεύτηκε το Λοχαγό.
Είναι δέκα χρόνια νεότερη του Λοχαγού.
Παίζει πιάνο.
Σχόλιο:
Τα αντικειμενικά στοιχεία της Αλίς αφορμώνται κυρίως από ιδιότητές της, που σχετίζονται με τον τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, συμπεριφέρεται και σκέφτεται. Συνεπώς η παράθεση των υπόλοιπων αντικειμενικών στοιχείων θα βασιστεί στην κατηγοριοποίηση των εν λόγω αντιλήψεων, συμπεριφορών και σκέψεων.
Ψυχωτικός πυρήνας
- Παραισθήσεις
Αναφέρει ότι τα παιδιά σπανίως έπαιζαν.
Πιστεύει ότι τα δύο παιδιά που έχουν χάσει, πέθαναν εξαιτίας μιας αρρώστιας που προκλήθηκε από την έλλειψη φωτός στο σπίτι, το οποίο στο παρελθόν ήταν φυλακή.
Αισθάνεται ότι ζει υπό την επιτήρηση του Λοχαγού και συνεπώς νιώθει φυλακισμένη μια ζωή μέσα στο σπίτι.
Πιστεύει ότι ο κυριότερος λόγος που ο Λοχαγός φοβάται το θάνατο είναι ότι η ίδια μπορεί να ξαναπαντρευτεί.
Υποστηρίζει ότι παντρεύτηκε τον άντρα της επειδή αυτός την ξελόγιασε. Πίστευε ότι η θέση του είχε πολύ «χρυσάφι» και μέσω αυτής ήθελε να ανέβει και η ίδια στην καλή κοινωνία. Νιώθει όμως ότι τελικά ο άντρας της την εξαπάτησε με τις υποσχέσεις του, γιατί το χρυσάφι υπήρχε μόνο στη στολή του.
Θεωρεί ότι ο Κουρτ «την πάντρεψε» με το Λοχαγό, γεγονός που η ίδια χαρακτηρίζει ως απερισκεψία του Κουρτ, μια απερισκεψία που πλήρωσε ακριβά, στερούμενη μια λαμπρή καριέρα πρωταγωνίστριας στο θέατρο.
Κατηγορεί το Λοχαγό για την καταστροφή μιας πολλά υποσχόμενης, κατά την ίδια, καριέρας στο θέατρο.
Έχει την πεποίθηση ότι η δυστυχία ενυπάρχει στις ζωές όλων των ανθρώπων, απλώς δε μιλούν όλοι γι’ αυτό, όπως η ίδια και ο Λοχαγός.
Νιώθει ότι περιστοιχίζεται από εχθρούς.
Κατηγορεί το Λοχαγό για το γεγονός ότι όλοι τους αποφεύγουν.
Θεωρεί ότι η ίδια της δεν έχει ανάγκη από συγχώρεση και επιεική μεταχείριση, καθώς παίζει πάντα με ανοιχτά χαρτιά και δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Συγχέει τον τηλέγραφο με χερούλι από μύλο του καφέ, μια σύγχυση η οποία καταδεικνύει την πρωτόγονή της επιθετικότητα. Συγχέει το σμπαράλιασμα των κόκκων του καφέ από το μύλο με την σύνθλιψη που προκαλούν τα δόντια κατά το δάγκωμα. Το δάγκωμα της είναι τόσο δυνατό, δηλαδή η επιθετικότητα (μίσος) της είναι τόσο δυνατή, που μπορεί να ξεριζώσει και το δόντι της.
- Εκδικητικότητα
Χαίρεται όταν καταστρέφει κάποιον, έστω και αν η δράση της αυτή θα επιφέρει και το δικό της όλεθρο («Τινάζουμε το κάστρο στον αέρα, μαζί μ ΄αυτόν, κι ας ανατιναχτούμε κι εμείς»)
Το μίσος της προς το Λοχαγό εκφράζεται άμεσα σε διάφορα σημεία του έργου. Υποστηρίζει ότι πάντοτε τον μισούσε και εξακολουθεί να τον μισεί τόσο απέραντα, ώστε ο θάνατός του θα της προκαλούσε γέλια.
Σε αρκετά σημεία επιθυμεί και εύχεται το θάνατό του Λοχαγού.
Δεν της αρκεί να εκδικηθεί το Λοχαγό, θέλει και να τον ρεζιλέψει, εμφανιζόμενη με τον Κουρτ στο θέατρο της πόλης, σε κοινή θέα.
Προσπαθεί να του δημιουργήσει τύψεις, λέγοντάς του ότι αν φύγουν οι υπηρέτριες θα «ξαναγίνει» υπηρέτρια, θα πρέπει να κάνει πάλι μόνη της όλες τις δουλειές και θα χαλάσουν τα χέρια της.
Χαίρεται με την είδηση ότι η κόρη της δεν θα έρθει να επισκεφτεί τον πατέρα της, όταν αυτός είναι άρρωστος.
- Απαξίωση
Δηλώνει ότι, όταν τον πρωτοείδε, η ασχήμια του την τρόμαξε.
Τον θεωρεί έναν ασήμαντο Λοχαγό που δεν κατάφερε να γίνει ούτε Ταγματάρχης.
Τον κατηγορεί για την κακή οικονομική τους κατάσταση και θεωρεί ότι απέναντί της είναι τσιγκούνης.
Τον αποκαλεί «δεσπότη με φύση δούλου».
Τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι δεν τολμά να είναι τύραννος μέσα στο σπίτι.
Τον κοροϊδεύει, όταν οι φαντάροι του στέλνουν ανθοδέσμες γιατί, κατά την ίδια, οι κινήσεις αυτές είναι ανειλικρινείς.
Τον κατηγορεί ότι περιφρονεί τους γιατρούς και τη δουλεία τους, όπως περιφρονούσε τόσο τη δική της δουλειά όσο και όλων των άλλων. Επίσης, ότι γι’ αυτόν όλα είναι άχρηστα, εκτός από τα κανόνια και τα όπλα του.
Τον κατακρίνει, επειδή τρέμει το σκοτάδι.
Τον χαρακτηρίζει παμπόνηρο, αρχιψεύτη, κουτσομπόλη, ραδιούργο και φαντασμένο.
Την ενοχλεί όταν χασμουριέται μπροστά της.
Υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν πίνει όσο καυχιέται.
Τον εκθέτει, λέγοντάς του ότι στα δύσκολα υποχωρεί και τη βγάζει μπροστά.
Τον μειώνει, λέγοντάς του ότι η ίδια αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από την υπηρέτρια για να στείλει τα παιδιά στην πόλη.
Τον υποτιμά, λέγοντάς ότι χρησιμοποιεί το καλό γούστο που η ίδια έχει για να κάνει επίδειξη στους άλλους. Επίσης, ότι η κυριότερη ανάμνησή της από τα ταξίδια στην Κοπεγχάγη είναι τα κονσέρτα στο Τίβολι, ενώ η δική του, το αρνάκι Ναβαρέν με σάλτσα.
Στο τέλος του έργου, συγκρατεί το γέλιο της, όταν αποδέχεται την πρόταση του άνδρα της να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους, ενώ στην αρχή είχε εκφράσει αντιρρήσεις.
Προς Κουρτ
Τον χαρακτηρίζει φουκαρά.
Τον επικρίνει, λέγοντάς του ότι είναι απερίσκεπτος, επειδή εγκατέλειψε τα παιδιά του.
Χειριστική Συμπεριφορά
- Ρόλος θύματος προς Κουρτ
-θα υπακούσει στις διαταγές του, καθώς αυτός σκέφτεται μόνο το καλό τους (έτσι τον κάνει να φαντάζεται ότι του δίνει την εξουσία).
-φοβάται το θυμό του Λοχαγού, όταν ανακαλύψει ότι δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, και γι’ αυτό του ζητά απεγνωσμένα να μην την αφήσει μόνη.
-δέχεται να τη φροντίσει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα το μάθει ο Λοχαγός, γιατί θα τη σκοτώσει.
-στη ζωή της έχει μάθει να περιμένει.
-παίζει στο πιάνο μακάβρια κομμάτια, γιατί αρέσουν στο Λοχαγό, παρ’ όλο που δυσκολεύεται πολύ, καθώς τα χέρια της είναι καταπονημένα από τις δουλειές του σπιτιού.
-αμελεί να βάψει τα μαλλιά της, όσο ο Λοχαγός είναι άρρωστος («…έχουν ασπρίσει από καιρό. Δεν τα έβαψα αυτές τις δύο μέρες, το αμέλησα, αφ’ ότου ο άντρας μου δείχνει σαν πεθαμένος. Εικοσιπέντε χρόνια σ’ αυτό το φρούριο»).
-αυτή και ο Λοχαγός ανήκουν σε καταραμένο γένος. Αυτό που ζουν δεν είναι ζωή αλλά ένα αιώνιο μαρτύριο. Ελπίζει η ζωή να αρχίσει όταν πεθάνουν. Είναι κολλημένοι ο ένας στον άλλον και είναι αδύνατο να ξεκολλήσουν. Δεν ξέρει ποια είναι η αιτία του μίσους που τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Είναι καταδικασμένοι να ζουν μαζί, μέχρι να έλθει ο θάνατος να τους λυτρώσει.
-αν ο Λοχαγός ήταν πάντα νηφάλιος, θα ήταν φόβος και τρόμος για την ανθρωπότητα και χάρη στο ουίσκι κατάντησε απλώς γελοίος και ακίνδυνος.
-το μόνο της πλεονέκτημα στο «μακροχρόνιο πόλεμο» με το Λοχαγό είναι ότι η ίδια ήταν πάντα ξεμέθυστη.
-για τα δύο εν ζωή παιδιά τους, ενώ η ύπαρξή τους θα έπρεπε να είναι ευλογία για το σπίτι, τελικά έγινε κατάρα και δεν κατάφερε να ενώσει το ζευγάρι. Αυτή και ο Λοχαγός τα έστρεψαν ο ένας εναντίον του άλλου και, για να μην τα διαφθείρουν εντελώς, τα έστειλαν στην πόλη. Όταν βγουν στη ζωή θα είναι δυο άνθρωποι «μόνοι» και «κακοί» όπως αυτή και ο Λοχαγός.
Προσπαθεί να πάρει τον Κουρτ με το μέρος της και να τον στρέψει κατά του Λοχαγού, λέγοντάς του ότι ο Λοχαγός:
-είναι ένας βρικόλακας και ανθρωποφάγος, που τρέφεται από τις ζωές των άλλων, γιατί η δική του ζωή του είναι άδεια.
-μεταφράζει την ευγένεια που θα του δείξει κάποιος σε υποκρισία.
-είναι πολύ εγωιστής για να τη ζηλέψει.
-μπορεί να είναι καλός και ευαίσθητος, αλλά αν τον έχεις εχθρό, είναι ένα τέρας.
-της φαίνεται εξίσου άγνωστος, όσο της ήταν και πριν εικοσιπέντε χρόνια. Τον φοβάται.
-αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει ρίχνοντάς τη στη θάλασσα (πραγματικό συμβάν).
-την έδερνε εικοσιπέντε χρόνια, ακόμη και μπροστά στα παιδιά (σε προηγούμενο σημείο του έργου είχε δηλώσει ότι δεν την έχει χτυπήσει ποτέ και πως αν αυτό είχε συμβεί αυτή θα είχε φύγει γιατί έχει αξιοπρέπεια).
-είναι υπεύθυνος για τη μοναξιά της (παραδέχεται ωστόσο ότι και αυτή ευθύνεται για τη μοναξιά του Λοχαγού).
-τρελαίνεται από αλαζονεία όταν κάποιος τον κολακεύσει και γι’ αυτό αρνείται να του πει έναν καλό λόγο.
-είναι αχάριστος, καθώς δεν αναγνώρισε ποτέ τη βοήθεια που του προσέφεραν κάποιοι πλούσιοι γνωστοί του, στα πρώτα δύσκολα χρόνια του ως νέος αξιωματικός.
-είχε δύσκολη παιδική ηλικία, και τον συμπονά γι’ αυτό.
-έχει κάνει την κόρη της ένα πιστό αντίγραφό του και την έχει εκπαιδεύσει να στρέφεται εναντίον της (σε βαθμό που, κατά τα λεγόμενά της, έχει σηκώσει χέρι πάνω της).
-καταχράστηκε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Κουρτ (όταν τον έστειλε για να μεσολαβήσει να τα βρει με τη γυναίκα του, αυτός φλέρταρε μαζί της και τη δασκάλεψε πώς να του πάρει τα παιδιά).
- Ερωτοτροπία προς Κουρτ
Του θυμίζει ότι, όταν ήταν μικροί, έπαιζαν τους αρραβωνιασμένους.
Όταν αποφασίζει να εκδικηθεί το Λοχαγό, νιώθει ελεύθερη, δυνατή και φλερτάρει μαζί του (Κουρτ). Του λέει ότι ήταν σκλάβα και αυτός την ελευθέρωσε.
Όταν αποπειράται να τη σκαμπιλίσει, του ζητά να γονατίσει με το κεφάλι στο πάτωμα και να της φιλήσει το πόδι.
Του αναφέρει με σεξουαλικό υπονοούμενο το προπατορικό αμάρτημα.
Προς Λοχαγό
Προσπαθεί να τον θυμώσει, λέγοντάς του ότι:
-την ενοχλεί το γεγονός ότι ο Κουρτ δεν τους επισκέφτηκε αμέσως, με το που έφτασε στο νησί.
-ξέρει καλά τα «Μαθήματα Σκοποβολής», αυτό το διάσημο, απούλητο σχολικό εγχειρίδιο, ενώ παράλληλα τον σημαδεύει με την ομπρέλα της.
-έχει εραστή τον Κουρτ (τον φιλάει μπροστά του).
Φοβάται τον θυμό του και προσπαθεί να τον κατευνάσει λέγοντάς του ότι:
-αυτός τουλάχιστον είναι άντρας, σε αντίθεση με τον Κουρτ, ο οποίος είναι το μεγαλύτερο τομάρι, επειδή τους εγκατέλειψε.
-ο Κουρτ την παρέσυρε (την έβαλε σε πειρασμό) στην προσπάθεια που η ίδια έκανε να τον βάλει στη φυλακή.
-αν τη συγχωρήσει θα τον φροντίζει, θα τον αγαπάει και θα γίνει νοσοκόμα του, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή.
Ψυχική Δομή:
Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως ακριβείς για τους ενδοβλημένους γονείς γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία για τα παιδικά της χρόνια είναι μηδενικά.
Έχει βιώσει απόρριψη σαν ύπαρξη (και από τους δύο γονείς), τόσο ενδομήτρια, όσο και αμέσως μετά τη γέννησή της.
Σαν νεογέννητο βίωσε συναισθηματική εγκατάλειψη και από τους δύο γονείς.
Συμβιβάστηκε με την πλημμελή – διεκπεραιωτική φροντίδα και στήριξη, τις οποίες δέχτηκε από τους γονείς, έτσι ώστε να επιβιώσει.
Για να αντέξει τον πόνο της απόρριψης και τον φόβο θανάτου ο οποίος την συνοδεύει, ανέπτυξε έναν ψυχωτικό πυρήνα, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, αίσθηση μεγαλείου, χειρισμός, εκδικητικότητα και απαξίωση.
Βιώνει την πραγματικότητα με μια δική της παραισθησιακή αντίληψη.
Οριακή προσωπικότητα (ξεπερνά τα όρια) μπαινοβγαίνει στην τρέλα, κάνει παρανοϊκές σκέψεις, εκλαμβάνει σαν πραγματικότητα καταστάσεις οι οποίες δεν υπάρχουν.
Βλέμμα σκοτεινό – θολό – μαύρο.
Ανικανοποίητο χάος. Διαρκής αίσθηση ανικανοποίητου. Ανοργασμική.
Σε διαρκή υπερδιέγερση. Ευερέθιστη.
Ηδονή από εκδίκηση.
Εφευρετική (οξυδερκής – έξυπνή) στο να βρίσκει αιτίες τεκμηριωμένες για το ότι έχει δίκιο που είναι ανικανοποίητη.
Ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη με το οτιδήποτε. Με μανιακή ενέργεια χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα για να πετύχει αυτό το οποίο θέλει, όμως ακόμη και αν το αποκτήσει δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη.
Θέλει τους άλλους να είναι υποταγμένοι και να έχει την πλήρη εξουσία πάνω τους.
Σκέψη δαιδαλώδης, μπορεί να σκέφτεται πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να είναι καλή σε όλα.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης. Αίσθηση χάους όταν οι άλλοι την απορρίπτουν ή την εγκαταλείπουν, έτσι ώστε να μην πονάει.
Στην ενήλική της ζωή, όταν νιώθει φόβο απόρριψης ή εγκατάλειψης (πραγματικό στο εδώ και τώρα, ή παλινδρόμηση) μπαίνει στο χάος. Το χάος την οδηγεί σε δράσεις, των οποίων το αποτέλεσμα είναι οι άλλοι να την απορρίπτουν και να την εγκαταλείπουν, έτσι ώστε το σενάριό της να επαναληφθεί.
Νιώθει αποδεκτή όταν οι άλλοι της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως η ίδια θέλει, δηλαδή όταν κάνουν αυτό ακριβώς που θέλει και της δίνουν αυτό ακριβώς που θέλει.
Προσπαθώντας να νιώσει αποδεκτή, δηλαδή οι άλλοι να είναι όπως τους θέλει και να της συμπεριφέρονται όπως θέλει, τους οδηγεί στο χάος, με αποτέλεσμα να την απορρίπτουν και να την εγκαταλείπουν και άρα να έχουμε επαναληψιμότητα του σεναρίου της.
Κάθε φορά που στην ενήλική της ζωή συμβιβάζεται ή βιώνει ότι συμβιβάζεται, αναβιώνει τον πόνο του τραύματός της και μπαίνει στο χάος.
Συμβιβάζεται με τα δεδομένα (ανθρώπους – καταστάσεις) της ζωής της, τα οποία παράλληλα τα απαξιώνει, επειδή νιώθει ότι εγκλωβίζεται σε αυτά και αυτό την πονά. Κάθε συμβιβασμός την παλινδρομεί στο συμβιβασμό τον οποίο έκανε με τους γονείς της ώστε να επιβιώσει. Η απαξίωσή της βιώνεται από το αντικείμενο (ανθρώπους) σαν απόρριψη, με αποτέλεσμα να την απορρίπτει και αυτό και άρα να επαναλαμβάνεται το σενάριό της.
Ο πόνος του τραύματός της πηγάζει από την ενδομήτρια απόρριψή της ως ύπαρξη και την εγκατάλειψή της ως νεογέννητο.
Κουρτ
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Είναι ξάδελφος της Αλίς.
Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά, αλλά έχει χωρίσει και το δικαστήριο ανέθεσε την επιμέλεια των παιδιών στη γυναίκα του.
Ήταν για αρκετά χρόνια στην Αμερική, όπου έκανε κάποια περιουσία.
Έχει φτάσει στο νησί ως ο υπεύθυνος του σταθμού καραντίνας, ο οποίος θα εγκατασταθεί στο νησί. Προϊστάμενός του είναι ο γιατρός.
Είχε δεκαπέντε χρόνια να δει το Λοχαγό και την Αλίς.
Στο τέλος του έργου επιλέγει να φύγει και να αφήσει το ζευγάρι.
Σχόλιο:
Τα αντικειμενικά στοιχεία του Κουρτ προκύπτουν κυρίως από σκέψεις και συμπεριφορές του, οι οποίες κατηγοριοποιούνται στη συνέχεια.
Διπολικότητα
Υποστηρίζει ότι, σε κάποιες φωτεινές στιγμές του, είχε πιστέψει ότι το νόημα της ζωής είναι ότι δεν ξέρουμε το νόημά της, κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αποδεχτούμε.
Πιστεύει ότι ακόμη και στη μεταθανάτια ζωή θα υπάρχουν «αγώνες και θύελλες».
Θεωρεί ότι «Καμιά φορά είναι ευτυχία να μη βλέπεις».
Μιλώντας στο Λοχαγό για τη μοναξιά, ισχυρίζεται ότι «τα συνηθίζει κανείς όλα».
Θεωρεί τη συγχώρεση και την αγάπη προς τον εχθρό επιείκεια, την οποία όλοι χρειαζόμαστε.
Παραιτείται από την προσπάθεια να παραμείνει σταθερός στην άποψή του ότι δεν ευθύνεται αυτός για το γάμο του ζευγαριού.
Διατηρεί ουδετερότητα απέναντι στο ζευγάρι και υποστηρίζει ότι ο ίδιος σκέφτεται για το καλό και των δύο.
Δεν δίνει δίκιο σε κανέναν από τους δύο, αλλά τους συμπονά απέραντα (ίσως λίγο περισσότερο, κατά τα λεγόμενά του, το Λοχαγό).
Στις συζητήσεις του με το Λοχαγό κρατά χαμηλούς τόνους, ακόμη και όταν ενοχλείται, όπως όταν ο Λοχαγός τον προσβάλλει για την πρώην γυναίκα του και για την Αμερική.
Υποστηρίζει ότι είναι συνηθισμένος στις κατηγορίες, ωστόσο τον πληγώνει η άδικη κατηγορία του Λοχαγού, ότι παράτησε τα παιδιά του.
Όταν ο Λοχαγός χρειάζεται βοήθεια, προθυμοποιείται να βοηθήσει.
Παρόλο που μαθαίνει ότι ο Λοχαγός φλέρταρε με τη γυναίκα του, αυτός δηλώνει ότι θα κρατήσει το λόγο που του έδωσε να φροντίζει τα παιδιά του, εάν πεθάνει (και συνεχίζει υπομανιακά, λέγοντας «Οπότε παίρνω την εκδίκηση μου χωρίς να εκδικηθώ»).
Όταν ο Έντγκαρ του ζητά να τον συγχωρήσει, αρνείται ότι υπάρχει κάτι να του συγχωρήσει, καθώς έχει ήδη συνειδητοποιήσει (ο Κουρτ) ότι και αυτός έχει ένα «κακό» κομμάτι.
Μέσα από την τελευταία του συνομιλία με το Λοχαγό συνειδητοποιεί ότι δεν καταλαβαίνει τους ανθρώπους, αλλά ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό.
Αρχικά έλκεται από την ιδέα να συνεργαστεί με την Αλίς στο σχέδιο εκδίκησης που ετοιμάζει, όμως στη συνέχεια υποχωρεί, με τη δικαιολογία ότι «στο τέλος νικάει πάντα η δικαιοσύνη».
Πιστεύει ότι η προσπάθεια της Αλίς να βρει ποιος φταίει για τον απαίσιο γάμο της είναι ανούσια και άσκοπη. Θεωρεί ότι η Αλίς θα ξαλαφρώσει μόνο όταν πάψει να αναρωτιέται και το πάρει σαν γεγονός, σαν μια δοκιμασία που πρέπει ν’ αντέξει.
Υπακούει στη διαταγή της Αλίς να της φιλήσει το πόδι (υποτάσσεται σ’ αυτήν).
Πιστεύει ότι η αθέτηση μιας κοινωνικής υποχρέωσης απέναντι σε έναν προϊστάμενο (εμφάνιση στη δεξίωση του γιατρού) θα συνοδευτεί από «επακόλουθα». Είναι ωστόσο εύκολα ευμετάπειστος και πείθεται από το ζευγάρι να μην παρευρεθεί στη δεξίωση.
Οι κοινωνικές συναναστροφές με τους κατοίκους του νησιού συνιστούν γι’ αυτόν μία υποχρέωση, λόγω της νέας θέσης του ως υπεύθυνος καραντίνας. Η επαφή μαζί τους δεν τον ευχαριστεί, αλλά τη θεωρεί απαραίτητη, ένα αναγκαίο κακό («Όσο κι αν θες να μείνεις αμέτοχος, δεν γίνεται να μην μπλεχτείς στις μηχανορραφίες των ανθρώπων»).
Πιστεύει ότι τόσο ο Λοχαγός όσο και η Αλίς είναι για λύπηση, αλλά δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι γι’ αυτό.
Ισχυρίζεται ότι ήρθε στο σπίτι του ζευγαριού χωρίς κακία, πιστεύοντας ότι είναι λίγο καλύτερος από αυτούς, αλλά τώρα συνειδητοποιεί ότι είναι χειρότερος.
Περιγράφοντας την ατμόσφαιρα του φρουρίου στην Αλίς, λέει ότι «Λες και οι τοίχοι αναδίνουν δηλητήριο, με το που μπαίνει κάποιος μέσα αρρωσταίνει. Λες και υπάρχουν πτώματα εδώ, κάτω από το πάτωμα, είναι όλα τόσο πνιγηρά, που δεν μπορείς να ανασάνεις».
Όταν η Αλίς τον χειρίζεται, διώχνοντάς τον και λέγοντας του «Πήγαινε σε εκείνους Κουρτ, σε εμάς μπορείς πάντα να επιστρέφεις, εδώ είναι οι αληθινοί σου φίλοι», αυτός ασυνείδητα θυμώνει, και της ανταπαντά «Δεν είναι φοβερό να είσαι μόνος, περιστοιχισμένος από εχθρούς, όπως εσείς;».
Όταν η Αλίς τον εκλιπαρεί να μην τους βαρεθεί, αυτός της λέει: «Έχω γνωρίσει ένα γάμο από κοντά…Τον δικό μου…Και ήταν απαίσιος – όμως αυτός εδώ είναι χειρότερος».
Απαξιώνει το γυναικείο φύλο, λέγοντας στην Αλίς: «Είσαι η πρώτη γυναίκα που μου γεννάει συμπόνια, όλες οι άλλες μου φαίνονταν άξιες της μοίρας τους».
Όταν η Αλίς φλερτάρει μαζί του, αυτός ανταποκρίνεται δαγκώνοντάς την στο λαιμό, τόσο, που αυτή ουρλιάζει.
Αποκρινόμενος στο φλερτ της, της λέει ότι «Μόλις σε είδα...Μες στην απαίσια γυμνότητά σου, μόλις με τύφλωσε το πάθος, ένιωσα την απόλυτη δύναμη του Κακού: το άσχημο γίνεται ωραίο, το καλό γίνεται άσχημο και αδύναμο...Θέλω να σε πνίξω...με ένα φιλί».
Όταν η Αλίς του περιγράφει το σχέδιό της να εκδικηθεί το Λοχαγό, ο Κουρτ, με παράφορο βλέμμα και φλογισμένα μάτια (κατά την περιγραφή του συγγραφέα), της επαναλαμβάνει ότι είναι ένας διάβολος.
Μιλώντας στην Αλίς για το Λοχαγό, ισχυρίζεται ότι «Ειλικρινά, δεν έχω συναντήσει πιο αλαζονικό πλάσμα. Υπάρχω άρα υπάρχει και θεός (…) Θα ήταν κωμικός, αν δεν ήταν τραγικός, αλλά έχει κάποιο μεγαλείο μες στη μικρότητά του».
Αναφέρει στην Αλίς ότι, όταν ο Λοχαγός αισθάνθηκε ότι χάνεται η ζωή του, αρπάχτηκε από τη δική του και άρχισε να χώνεται στις υποθέσεις του λες και ήθελε να τρυπώσει μέσα του και να ζήσει τη ζωή του.
Θυμώνει με το Λοχαγό, όταν τον κατηγορεί για την εγκατάλειψη των παιδιών του (φαίνεται στην όψη του, όπως γράφει ο συγγραφέας), δεν ξεσπά ωστόσο το θυμό του.
Όταν ο Λοχαγός, όντας άρρωστος, τον ρωτά αν πιστεύει ότι θα πεθάνει, αυτός του απαντά «Όπως όλοι. Δεν θα γίνει κάποια εξαίρεση για σένα».
Στο άκουσμα της είδησης ότι ο Λοχαγός κανόνισε να μεταφέρει το γιο του (Κουρτ) στο νησί θυμώνει, αποκαλεί το Λοχαγό ανθρωποφάγο και νιώθει ακατανίκητη ορμή αλλά και καθήκον να τον μισήσει.
Βρίσκει το Λοχαγό «ήσυχο, επιφυλακτικό και διακριτικό» από τότε που σταμάτησε να πίνει και μετρίασε το φαγητό και θεωρεί ότι από τη στιγμή που τον σημάδεψε ο θάνατος απέκτησε μια κάποια αξιοπρέπεια.
Ψυχική Δομή:
Ανολοκλήρωτη – νοσηρή συμβιωτική σχέση (μαμά – νεογέννητο). Ενώ η κύηση ήταν επιθυμητή, αμέσως μετά τη γέννησή του δεν καλύφθηκε καμία ανάγκη του, για λόγους οι οποίοι δεν ιχνηλατούνται από τα αντικειμενικά στοιχεία.
Η βεβαιότητα ότι δεν θα καλυφθεί καμία ανάγκη του οδήγησε στην ανάπτυξη μηχανισμού, ο οποίος μπλοκάρει την επιθυμία του.
Η μαμά είχε καταθλιπτική δομή, με αποτέλεσμα να πρέπει να τη θρέψει ο ίδιος συναισθηματικά, έτσι ώστε να τον φροντίσει. Στην ενήλικη ζωή δίνει ενδιαφέρον στους άλλους, για να μπορέσει να συνυπάρχει μαζί τους.
Θυμός προς τη μαμά, η οποία δεν καλύπτει τις ανάγκες του, τον οποίο απωθεί, γιατί φοβάται ότι αν τον εκδηλώσει θα τη χάσει και δεν θα υπάρχει κανένας να τον φροντίζει. Στην ενήλικη ζωή θυμώνει όταν νιώθει ότι δεν του καλύπτουν τις ανάγκες (είτε αυτό είναι πραγματικό, είτε ο ίδιος το βιώνει έτσι), όμως ο θυμός απωθείται. Αν εκδηλωθεί, γίνεται υπομανιακά, με κύριο τρόπο εκδήλωσής του το στόμα, δαγκώνοντας με το λόγο.
Η ηδονή του θηλασμού βιώνεται ταυτόχρονα, τόσο με το δικό του θυμό προς τη μαμά, η οποία δεν θέλει να δώσει όσο και με το θυμό της μαμάς προς αυτόν επειδή του δίνει χωρίς να θέλει. Στην ενήλικη ζωή εκδηλώνει υπομανιακό θυμό δαγκώνοντας, όταν εκφράζει ερωτικό πάθος.
Όταν ήταν νεογέννητο χειριζόταν συναισθηματικά τη μαμά, προκειμένου να εκμαιεύσει τη φροντίδα της. Στην ενήλικη ζωή, όταν νιώθει ότι έχει ανάγκη φροντίδας (ανάγκη ενήλικη ή παιδική) προσπαθεί να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, προκειμένου να την αποσπάσει, γιατί η καταγραφή είναι ότι η μαμά δεν θέλει να δώσει φροντίδα. Επίσης, στην ενήλικη ζωή, όταν κάποιος προσπαθεί να τον χειριστεί, αυτός αναβιώνει το συναίσθημα (θυμός) το οποίο ένιωθε η μαμά προς αυτόν όταν τον φρόντιζε, με αποτέλεσμα να θυμώνει και έτσι να αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς.
Έδινε πολλή ενέργεια στη μαμά για να πάρει φροντίδα, και η μαμά ήταν θυμωμένη με αυτόν, επειδή τον φρόντιζε, με αποτέλεσμα στην ενήλική του ζωή να θυμώνει τους άλλους όταν τους ζητά φροντίδα, έτσι ώστε να έχει την παρουσία της μαμάς. Εάν το άλλο άτομο έχει οριακά ή ψυχωτικά στοιχεία, στην προσπάθειά του να το θυμώσει για να νιώσει την παρουσία της μαμάς, το βάζει στην τρέλα.
Όταν η μαμά τον φρόντιζε, ένιωθε ότι της ρουφάει την ενέργεια. Στην ενήλική του ζωή, όταν ζητά φροντίδα από τους άλλους, οι άλλοι νιώθουν ότι τους ρουφάει. Όμως, επειδή οι ρόλοι παίζονται διπλοί, όταν οι άλλοι βρίσκονται σε φάση αδυναμίας και επιθυμούν τη φροντίδα του, αυτός αναβιώνει την ενδοβλημένη μαμά και νιώθει ότι οι άλλοι του ρουφάνε τη ζωή.
Θυμώνει στις ανάγκες των άλλων, ειδικότερα όταν προέρχονται από θέσεις αδυναμίας, γιατί παλινδρομεί στη συμβιωτική σχέση με τη μαμά, στην οποία είχε αυτός τη θέση αδυναμίας, και έτσι αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς.
Η μαμά θύμωνε μαζί του όταν υποχρεωνόταν να τον φροντίσει. Η καταγραφή είναι ότι αν εκφράσω επιθυμία η μαμά θα θυμώσει. Στην ενήλικη ζωή υπάρχει η πεποίθηση ότι η εκδήλωση επιθυμίας συνεπάγεται τιμωρία.
Όταν κάποιος του εκφράζει ενήλικο ενδιαφέρον, παλινδρομεί στη συμβιωτική σχέση με τη μαμά και νιώθει ότι ο άλλος προσπαθεί να τον χειριστεί, με αποτέλεσμα να θυμώνει μαζί του.
Αναθαρρούσε και συγχωρούσε τη μαμά όταν αυτή τον φρόντιζε, γιατί ήλπιζε ότι η στάση της έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να θεωρεί αναγκαία τη συγχώρεση και την αγάπη.
Ένιωθε αηδία για τη φροντίδα της μαμάς, η οποία ερχόταν διεκπεραιωτικά, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να νιώθει οίκτο (αηδία) για τις συμβιωτικές σχέσεις.
Απαξίωνε τη μαμά, για να διαχειριστεί το θυμό του προς αυτή, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να απαξιώνει το γυναικείο φύλο.
Ο μπαμπάς δε στήριζε τη μαμά, ώστε αυτή να έχει την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση για να τον φροντίσει. Επίσης, δεν τον ενδιέφερε εάν το παιδί ήταν φροντισμένο ή όχι. Η μαμά ήταν συμβιβασμένη στην ανεύθυνη και ανάλγητη στάση του μπαμπά. Στην ενήλική του ζωή ο Κουρτ δεν είναι σε επαφή με την πραγματική πραγματικότητα της ζωής, δε μάχεται ώστε να υπερασπίσει τα συμφέροντά του και είναι υποταγμένος σε κάθε μορφής εξουσία, πραγματική ή φανταστική.
Για να μη βλέπει τη σκληρότητα και ανευθυνότητα των γονιών θόλωνε την εικόνα τους, εκλογικεύοντάς τους, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να συμβιβάζεται, να υποχωρεί και να μη διατηρεί σταθερή στάση.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω εγκατάλειψης, δηλαδή λόγω έλλειψης φροντίδας.
Απελπισία λόγω εγκατάλειψης.
Μίσος προς αυτόν που τον εγκαταλείπει.
Απώθηση του μίσους και χειρισμός ώστε να πάρει φροντίδα και να επιβιώσει.
Συμβιβασμός με οποιαδήποτε φροντίδα του εξασφαλίζει την επιβίωση.
Επιθυμία για ύπαρξη συμβιωτικής σχέσης και κάλυψη του ανολοκλήρωτου εγωκεντρικού του κομματιού μέσα από αυτή. Θυμός προς οποιονδήποτε του εκφράζει ενήλικη φροντίδα, γιατί η επιθυμία του είναι να καλυφθούν οι παιδικές του ανάγκες.
Έλξη προς άτομα τα οποία ή δεν μπορούν ή δε θέλουν να τον φροντίσουν, έτσι ώστε το σενάριο να επαναληφθεί.
Φόβος έκφρασης επιθυμίας λόγω βέβαιης ματαίωσής της.
Μίσος και θυμός προς κάθε άτομο το οποίο ματαιώνει την επιθυμία του, είτε η ματαίωση είναι πραγματική, είτε τη βιώνει ως τέτοια.
Απώθηση του μίσους και του θυμού, χρησιμοποιώντας την άμυνα της εκλογίκευσης.
Υπομανιακή ασυνείδητη εκδήλωση μίσους και θυμού. Κινητοποιεί ασυνείδητα το θυμό των άλλων προς το πρόσωπό του, τον οποίο (θυμό) αδυνατεί να κατανοήσει, καθώς ο ίδιος δεν είναι σε επαφή με το μίσος του και το θυμό του, τα οποία προκάλεσαν το θυμό των άλλων.
Θυμός από τα άτομα των οποίων ζητά τη φροντίδα και θυμός προς τα άτομα τα οποία του ζητούν φροντίδα.
Ενδοβλημένη μαμά ματαιωτική, τιμωρητική, συμβιβασμένη, υποχωρητική.
Ενδοβλημένος μπαμπάς ανεύθυνος, αδιάφορος.
Ο πόνος του τραύματος δημιουργήθηκε λόγω της αρχικής συναισθηματικής εγκατάλειψης.
Είναι ξάδελφος της Αλίς.
Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά, αλλά έχει χωρίσει και το δικαστήριο ανέθεσε την επιμέλεια των παιδιών στη γυναίκα του.
Ήταν για αρκετά χρόνια στην Αμερική, όπου έκανε κάποια περιουσία.
Έχει φτάσει στο νησί ως ο υπεύθυνος του σταθμού καραντίνας, ο οποίος θα εγκατασταθεί στο νησί. Προϊστάμενός του είναι ο γιατρός.
Είχε δεκαπέντε χρόνια να δει το Λοχαγό και την Αλίς.
Στο τέλος του έργου επιλέγει να φύγει και να αφήσει το ζευγάρι.
Σχόλιο:
Τα αντικειμενικά στοιχεία του Κουρτ προκύπτουν κυρίως από σκέψεις και συμπεριφορές του, οι οποίες κατηγοριοποιούνται στη συνέχεια.
Διπολικότητα
- Υποτονικότητα (Υποχωρητικότητα – Συμβιβασμός)
Υποστηρίζει ότι, σε κάποιες φωτεινές στιγμές του, είχε πιστέψει ότι το νόημα της ζωής είναι ότι δεν ξέρουμε το νόημά της, κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αποδεχτούμε.
Πιστεύει ότι ακόμη και στη μεταθανάτια ζωή θα υπάρχουν «αγώνες και θύελλες».
Θεωρεί ότι «Καμιά φορά είναι ευτυχία να μη βλέπεις».
Μιλώντας στο Λοχαγό για τη μοναξιά, ισχυρίζεται ότι «τα συνηθίζει κανείς όλα».
Θεωρεί τη συγχώρεση και την αγάπη προς τον εχθρό επιείκεια, την οποία όλοι χρειαζόμαστε.
Παραιτείται από την προσπάθεια να παραμείνει σταθερός στην άποψή του ότι δεν ευθύνεται αυτός για το γάμο του ζευγαριού.
Διατηρεί ουδετερότητα απέναντι στο ζευγάρι και υποστηρίζει ότι ο ίδιος σκέφτεται για το καλό και των δύο.
Δεν δίνει δίκιο σε κανέναν από τους δύο, αλλά τους συμπονά απέραντα (ίσως λίγο περισσότερο, κατά τα λεγόμενά του, το Λοχαγό).
Στις συζητήσεις του με το Λοχαγό κρατά χαμηλούς τόνους, ακόμη και όταν ενοχλείται, όπως όταν ο Λοχαγός τον προσβάλλει για την πρώην γυναίκα του και για την Αμερική.
Υποστηρίζει ότι είναι συνηθισμένος στις κατηγορίες, ωστόσο τον πληγώνει η άδικη κατηγορία του Λοχαγού, ότι παράτησε τα παιδιά του.
Όταν ο Λοχαγός χρειάζεται βοήθεια, προθυμοποιείται να βοηθήσει.
Παρόλο που μαθαίνει ότι ο Λοχαγός φλέρταρε με τη γυναίκα του, αυτός δηλώνει ότι θα κρατήσει το λόγο που του έδωσε να φροντίζει τα παιδιά του, εάν πεθάνει (και συνεχίζει υπομανιακά, λέγοντας «Οπότε παίρνω την εκδίκηση μου χωρίς να εκδικηθώ»).
Όταν ο Έντγκαρ του ζητά να τον συγχωρήσει, αρνείται ότι υπάρχει κάτι να του συγχωρήσει, καθώς έχει ήδη συνειδητοποιήσει (ο Κουρτ) ότι και αυτός έχει ένα «κακό» κομμάτι.
Μέσα από την τελευταία του συνομιλία με το Λοχαγό συνειδητοποιεί ότι δεν καταλαβαίνει τους ανθρώπους, αλλά ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό.
Αρχικά έλκεται από την ιδέα να συνεργαστεί με την Αλίς στο σχέδιο εκδίκησης που ετοιμάζει, όμως στη συνέχεια υποχωρεί, με τη δικαιολογία ότι «στο τέλος νικάει πάντα η δικαιοσύνη».
Πιστεύει ότι η προσπάθεια της Αλίς να βρει ποιος φταίει για τον απαίσιο γάμο της είναι ανούσια και άσκοπη. Θεωρεί ότι η Αλίς θα ξαλαφρώσει μόνο όταν πάψει να αναρωτιέται και το πάρει σαν γεγονός, σαν μια δοκιμασία που πρέπει ν’ αντέξει.
Υπακούει στη διαταγή της Αλίς να της φιλήσει το πόδι (υποτάσσεται σ’ αυτήν).
Πιστεύει ότι η αθέτηση μιας κοινωνικής υποχρέωσης απέναντι σε έναν προϊστάμενο (εμφάνιση στη δεξίωση του γιατρού) θα συνοδευτεί από «επακόλουθα». Είναι ωστόσο εύκολα ευμετάπειστος και πείθεται από το ζευγάρι να μην παρευρεθεί στη δεξίωση.
Οι κοινωνικές συναναστροφές με τους κατοίκους του νησιού συνιστούν γι’ αυτόν μία υποχρέωση, λόγω της νέας θέσης του ως υπεύθυνος καραντίνας. Η επαφή μαζί τους δεν τον ευχαριστεί, αλλά τη θεωρεί απαραίτητη, ένα αναγκαίο κακό («Όσο κι αν θες να μείνεις αμέτοχος, δεν γίνεται να μην μπλεχτείς στις μηχανορραφίες των ανθρώπων»).
- Υπομανία (Υφέρπουσα επιθετικότητα)
Πιστεύει ότι τόσο ο Λοχαγός όσο και η Αλίς είναι για λύπηση, αλλά δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι γι’ αυτό.
Ισχυρίζεται ότι ήρθε στο σπίτι του ζευγαριού χωρίς κακία, πιστεύοντας ότι είναι λίγο καλύτερος από αυτούς, αλλά τώρα συνειδητοποιεί ότι είναι χειρότερος.
Περιγράφοντας την ατμόσφαιρα του φρουρίου στην Αλίς, λέει ότι «Λες και οι τοίχοι αναδίνουν δηλητήριο, με το που μπαίνει κάποιος μέσα αρρωσταίνει. Λες και υπάρχουν πτώματα εδώ, κάτω από το πάτωμα, είναι όλα τόσο πνιγηρά, που δεν μπορείς να ανασάνεις».
Όταν η Αλίς τον χειρίζεται, διώχνοντάς τον και λέγοντας του «Πήγαινε σε εκείνους Κουρτ, σε εμάς μπορείς πάντα να επιστρέφεις, εδώ είναι οι αληθινοί σου φίλοι», αυτός ασυνείδητα θυμώνει, και της ανταπαντά «Δεν είναι φοβερό να είσαι μόνος, περιστοιχισμένος από εχθρούς, όπως εσείς;».
Όταν η Αλίς τον εκλιπαρεί να μην τους βαρεθεί, αυτός της λέει: «Έχω γνωρίσει ένα γάμο από κοντά…Τον δικό μου…Και ήταν απαίσιος – όμως αυτός εδώ είναι χειρότερος».
Απαξιώνει το γυναικείο φύλο, λέγοντας στην Αλίς: «Είσαι η πρώτη γυναίκα που μου γεννάει συμπόνια, όλες οι άλλες μου φαίνονταν άξιες της μοίρας τους».
Όταν η Αλίς φλερτάρει μαζί του, αυτός ανταποκρίνεται δαγκώνοντάς την στο λαιμό, τόσο, που αυτή ουρλιάζει.
Αποκρινόμενος στο φλερτ της, της λέει ότι «Μόλις σε είδα...Μες στην απαίσια γυμνότητά σου, μόλις με τύφλωσε το πάθος, ένιωσα την απόλυτη δύναμη του Κακού: το άσχημο γίνεται ωραίο, το καλό γίνεται άσχημο και αδύναμο...Θέλω να σε πνίξω...με ένα φιλί».
Όταν η Αλίς του περιγράφει το σχέδιό της να εκδικηθεί το Λοχαγό, ο Κουρτ, με παράφορο βλέμμα και φλογισμένα μάτια (κατά την περιγραφή του συγγραφέα), της επαναλαμβάνει ότι είναι ένας διάβολος.
Μιλώντας στην Αλίς για το Λοχαγό, ισχυρίζεται ότι «Ειλικρινά, δεν έχω συναντήσει πιο αλαζονικό πλάσμα. Υπάρχω άρα υπάρχει και θεός (…) Θα ήταν κωμικός, αν δεν ήταν τραγικός, αλλά έχει κάποιο μεγαλείο μες στη μικρότητά του».
Αναφέρει στην Αλίς ότι, όταν ο Λοχαγός αισθάνθηκε ότι χάνεται η ζωή του, αρπάχτηκε από τη δική του και άρχισε να χώνεται στις υποθέσεις του λες και ήθελε να τρυπώσει μέσα του και να ζήσει τη ζωή του.
Θυμώνει με το Λοχαγό, όταν τον κατηγορεί για την εγκατάλειψη των παιδιών του (φαίνεται στην όψη του, όπως γράφει ο συγγραφέας), δεν ξεσπά ωστόσο το θυμό του.
Όταν ο Λοχαγός, όντας άρρωστος, τον ρωτά αν πιστεύει ότι θα πεθάνει, αυτός του απαντά «Όπως όλοι. Δεν θα γίνει κάποια εξαίρεση για σένα».
Στο άκουσμα της είδησης ότι ο Λοχαγός κανόνισε να μεταφέρει το γιο του (Κουρτ) στο νησί θυμώνει, αποκαλεί το Λοχαγό ανθρωποφάγο και νιώθει ακατανίκητη ορμή αλλά και καθήκον να τον μισήσει.
Βρίσκει το Λοχαγό «ήσυχο, επιφυλακτικό και διακριτικό» από τότε που σταμάτησε να πίνει και μετρίασε το φαγητό και θεωρεί ότι από τη στιγμή που τον σημάδεψε ο θάνατος απέκτησε μια κάποια αξιοπρέπεια.
Ψυχική Δομή:
Ανολοκλήρωτη – νοσηρή συμβιωτική σχέση (μαμά – νεογέννητο). Ενώ η κύηση ήταν επιθυμητή, αμέσως μετά τη γέννησή του δεν καλύφθηκε καμία ανάγκη του, για λόγους οι οποίοι δεν ιχνηλατούνται από τα αντικειμενικά στοιχεία.
Η βεβαιότητα ότι δεν θα καλυφθεί καμία ανάγκη του οδήγησε στην ανάπτυξη μηχανισμού, ο οποίος μπλοκάρει την επιθυμία του.
Η μαμά είχε καταθλιπτική δομή, με αποτέλεσμα να πρέπει να τη θρέψει ο ίδιος συναισθηματικά, έτσι ώστε να τον φροντίσει. Στην ενήλικη ζωή δίνει ενδιαφέρον στους άλλους, για να μπορέσει να συνυπάρχει μαζί τους.
Θυμός προς τη μαμά, η οποία δεν καλύπτει τις ανάγκες του, τον οποίο απωθεί, γιατί φοβάται ότι αν τον εκδηλώσει θα τη χάσει και δεν θα υπάρχει κανένας να τον φροντίζει. Στην ενήλικη ζωή θυμώνει όταν νιώθει ότι δεν του καλύπτουν τις ανάγκες (είτε αυτό είναι πραγματικό, είτε ο ίδιος το βιώνει έτσι), όμως ο θυμός απωθείται. Αν εκδηλωθεί, γίνεται υπομανιακά, με κύριο τρόπο εκδήλωσής του το στόμα, δαγκώνοντας με το λόγο.
Η ηδονή του θηλασμού βιώνεται ταυτόχρονα, τόσο με το δικό του θυμό προς τη μαμά, η οποία δεν θέλει να δώσει όσο και με το θυμό της μαμάς προς αυτόν επειδή του δίνει χωρίς να θέλει. Στην ενήλικη ζωή εκδηλώνει υπομανιακό θυμό δαγκώνοντας, όταν εκφράζει ερωτικό πάθος.
Όταν ήταν νεογέννητο χειριζόταν συναισθηματικά τη μαμά, προκειμένου να εκμαιεύσει τη φροντίδα της. Στην ενήλικη ζωή, όταν νιώθει ότι έχει ανάγκη φροντίδας (ανάγκη ενήλικη ή παιδική) προσπαθεί να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, προκειμένου να την αποσπάσει, γιατί η καταγραφή είναι ότι η μαμά δεν θέλει να δώσει φροντίδα. Επίσης, στην ενήλικη ζωή, όταν κάποιος προσπαθεί να τον χειριστεί, αυτός αναβιώνει το συναίσθημα (θυμός) το οποίο ένιωθε η μαμά προς αυτόν όταν τον φρόντιζε, με αποτέλεσμα να θυμώνει και έτσι να αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς.
Έδινε πολλή ενέργεια στη μαμά για να πάρει φροντίδα, και η μαμά ήταν θυμωμένη με αυτόν, επειδή τον φρόντιζε, με αποτέλεσμα στην ενήλική του ζωή να θυμώνει τους άλλους όταν τους ζητά φροντίδα, έτσι ώστε να έχει την παρουσία της μαμάς. Εάν το άλλο άτομο έχει οριακά ή ψυχωτικά στοιχεία, στην προσπάθειά του να το θυμώσει για να νιώσει την παρουσία της μαμάς, το βάζει στην τρέλα.
Όταν η μαμά τον φρόντιζε, ένιωθε ότι της ρουφάει την ενέργεια. Στην ενήλική του ζωή, όταν ζητά φροντίδα από τους άλλους, οι άλλοι νιώθουν ότι τους ρουφάει. Όμως, επειδή οι ρόλοι παίζονται διπλοί, όταν οι άλλοι βρίσκονται σε φάση αδυναμίας και επιθυμούν τη φροντίδα του, αυτός αναβιώνει την ενδοβλημένη μαμά και νιώθει ότι οι άλλοι του ρουφάνε τη ζωή.
Θυμώνει στις ανάγκες των άλλων, ειδικότερα όταν προέρχονται από θέσεις αδυναμίας, γιατί παλινδρομεί στη συμβιωτική σχέση με τη μαμά, στην οποία είχε αυτός τη θέση αδυναμίας, και έτσι αναβιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς.
Η μαμά θύμωνε μαζί του όταν υποχρεωνόταν να τον φροντίσει. Η καταγραφή είναι ότι αν εκφράσω επιθυμία η μαμά θα θυμώσει. Στην ενήλικη ζωή υπάρχει η πεποίθηση ότι η εκδήλωση επιθυμίας συνεπάγεται τιμωρία.
Όταν κάποιος του εκφράζει ενήλικο ενδιαφέρον, παλινδρομεί στη συμβιωτική σχέση με τη μαμά και νιώθει ότι ο άλλος προσπαθεί να τον χειριστεί, με αποτέλεσμα να θυμώνει μαζί του.
Αναθαρρούσε και συγχωρούσε τη μαμά όταν αυτή τον φρόντιζε, γιατί ήλπιζε ότι η στάση της έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να θεωρεί αναγκαία τη συγχώρεση και την αγάπη.
Ένιωθε αηδία για τη φροντίδα της μαμάς, η οποία ερχόταν διεκπεραιωτικά, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να νιώθει οίκτο (αηδία) για τις συμβιωτικές σχέσεις.
Απαξίωνε τη μαμά, για να διαχειριστεί το θυμό του προς αυτή, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να απαξιώνει το γυναικείο φύλο.
Ο μπαμπάς δε στήριζε τη μαμά, ώστε αυτή να έχει την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση για να τον φροντίσει. Επίσης, δεν τον ενδιέφερε εάν το παιδί ήταν φροντισμένο ή όχι. Η μαμά ήταν συμβιβασμένη στην ανεύθυνη και ανάλγητη στάση του μπαμπά. Στην ενήλική του ζωή ο Κουρτ δεν είναι σε επαφή με την πραγματική πραγματικότητα της ζωής, δε μάχεται ώστε να υπερασπίσει τα συμφέροντά του και είναι υποταγμένος σε κάθε μορφής εξουσία, πραγματική ή φανταστική.
Για να μη βλέπει τη σκληρότητα και ανευθυνότητα των γονιών θόλωνε την εικόνα τους, εκλογικεύοντάς τους, με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή να συμβιβάζεται, να υποχωρεί και να μη διατηρεί σταθερή στάση.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω εγκατάλειψης, δηλαδή λόγω έλλειψης φροντίδας.
Απελπισία λόγω εγκατάλειψης.
Μίσος προς αυτόν που τον εγκαταλείπει.
Απώθηση του μίσους και χειρισμός ώστε να πάρει φροντίδα και να επιβιώσει.
Συμβιβασμός με οποιαδήποτε φροντίδα του εξασφαλίζει την επιβίωση.
Επιθυμία για ύπαρξη συμβιωτικής σχέσης και κάλυψη του ανολοκλήρωτου εγωκεντρικού του κομματιού μέσα από αυτή. Θυμός προς οποιονδήποτε του εκφράζει ενήλικη φροντίδα, γιατί η επιθυμία του είναι να καλυφθούν οι παιδικές του ανάγκες.
Έλξη προς άτομα τα οποία ή δεν μπορούν ή δε θέλουν να τον φροντίσουν, έτσι ώστε το σενάριο να επαναληφθεί.
Φόβος έκφρασης επιθυμίας λόγω βέβαιης ματαίωσής της.
Μίσος και θυμός προς κάθε άτομο το οποίο ματαιώνει την επιθυμία του, είτε η ματαίωση είναι πραγματική, είτε τη βιώνει ως τέτοια.
Απώθηση του μίσους και του θυμού, χρησιμοποιώντας την άμυνα της εκλογίκευσης.
Υπομανιακή ασυνείδητη εκδήλωση μίσους και θυμού. Κινητοποιεί ασυνείδητα το θυμό των άλλων προς το πρόσωπό του, τον οποίο (θυμό) αδυνατεί να κατανοήσει, καθώς ο ίδιος δεν είναι σε επαφή με το μίσος του και το θυμό του, τα οποία προκάλεσαν το θυμό των άλλων.
Θυμός από τα άτομα των οποίων ζητά τη φροντίδα και θυμός προς τα άτομα τα οποία του ζητούν φροντίδα.
Ενδοβλημένη μαμά ματαιωτική, τιμωρητική, συμβιβασμένη, υποχωρητική.
Ενδοβλημένος μπαμπάς ανεύθυνος, αδιάφορος.
Ο πόνος του τραύματος δημιουργήθηκε λόγω της αρχικής συναισθηματικής εγκατάλειψης.
Θεατρολογική Επεξεργασία: Μαρία Κυριάκογλου
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Κυριάκογλου/Πάνος Μαβιτζής
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Κυριάκογλου/Πάνος Μαβιτζής