Ο Χορός του Θανάτου
August Strindberg
Περίληψη Έργου
Το θεατρικό έργο εκτυλίσσεται στο εσωτερικό ενός κυκλικού φρουρίου από σκούρα γκρίζα πέτρα, το οποίο στο παρελθόν λειτουργούσε ως φυλακή.
Το φρούριο βρίσκεται σε κάποιο νησί της Σουηδίας, το οποίο (νησί) οι κάτοικοι αποκαλούν «Μικρή Κόλαση».
Από το εσωτερικό του φρουρίου διακρίνεται η θάλασσα καθώς και η πυροβολαρχία στην παραλία, με τον σκοπό ο οποίος περιπολεί (σε αρκετά σημεία του έργου επαναλαμβάνεται η φράση: «Ο σκοπός περιπολεί στην πυροβολαρχία, όπως πριν»).
Στο φρούριο κατοικούν ο Έντγκαρ, εν ενεργεία Λοχαγός του Πυροβολικού και η γυναίκα του Αλίς. Η Αλίς είναι δέκα χρόνια νεότερη του Έντγκαρ.
Επειδή ο συγγραφέας αποκαλεί καθ΄ όλη την διάρκεια του έργου τον Έντγκαρ «Λοχαγό», στην ψυχοθεατρολογική ανάλυση κρατείται η θέση του συγγραφέα.
Το ζευγάρι είναι μαζί 25 χρόνια.
Πλησιάζει η ημερομηνία των αργυρών του γάμων, τους οποίους ο Λοχαγός σκοπεύει να γιορτάσουν, σε αντίθεση με την Αλίς η οποία θεωρεί «φυσικότερο» να μην τους γιορτάσουν, για να κρύψουν την εικοσιπεντάχρονη δυστυχία τους.
Το ζευγάρι έχει χωρίσει δύο φορές, όσο ήταν αρραβωνιασμένο. Ξαναχώρισε μια φορά κατά τη διάρκεια του γάμου -για πέντε χρόνια- μένοντας μαζί στο ίδιο σπίτι.
Έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία έχουν πεθάνει (εμφάνισαν τη χλομάδα της φυλακής και πέθαναν λόγω έλλειψης φωτός, κατά την Αλίς). Τα άλλα δύο, μια κόρη (η Γιουντίτ) και ένα γιο (δεν αναφέρεται το όνομά του), τα έχουν στείλει στην πόλη, για να αποφύγουν τις γονεϊκές συγκρούσεις.
Το ζευγάρι ζει μόνο του, απομονωμένο από την κοινωνία του νησιού. Δε συγχρωτίζεται με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τόσο ο Λοχαγός, όσο και η Αλίς τους περιφρονούν και τους θεωρούν ύπουλους. Έτσι, έχουν αποκοπεί από την κοινωνία του νησιού (ή η κοινωνία του νησιού τους έχει αποκόψει).
Στο παρελθόν έχουν δοκιμάσει και οι δύο να κάνουν φίλους, χωρίς επιτυχία. Στην αρχή τους ευχαριστούσε η επαφή αλλά τελικά τους δημιουργούσε δυσαρέσκεια.
Το ζευγάρι έχει δύο υπηρέτριες, την Τζένυ και την Κριστίν, οι οποίες ωστόσο στην πορεία του έργου τους εγκαταλείπουν, όπως είχαν κάνει και οι προηγούμενες υπηρέτριες.
Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του ζευγαριού με τον υπόλοιπο κόσμο είναι ένας τηλέγραφος. Έχουν τηλέφωνο, αλλά δεν το χρησιμοποιούν, επειδή πιστεύουν ότι οι τηλεφωνήτριες κρυφακούν και αναμεταδίδουν όλα όσα λένε.
Μέσα σ’αυτές τις συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης ο Λοχαγός και η Αλίς βιώνουν μια καθημερινότητα πλήξης, εκνευρισμού και δυστυχίας. Έχουν δομήσει μια σχέση «Ερωτικού Μίσους», όπως την αποκαλεί το τρίτο πρόσωπο του έργου, Κουρτ, και η οποία εκδηλώνεται με αμοιβαία οργή και διαρκείς -ωστόσο αποτυχημένες- προσπάθειες να αλληλοκαταστραφούν. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια σχέση απόλυτης εξάρτησης του ενός από τον άλλον.
Το έργο ξεκινά με το ζευγάρι να συνομιλεί σε μια ατμόσφαιρα ανίας, κακοκεφιάς κι έντονου εκνευρισμού. Είναι μία ήπια φθινοπωρινή βραδιά – τη βραδιά αυτή ο γιατρός του νησιού δίνει δεξίωση, στην οποία το ζευγάρι δεν είναι καλεσμένο (η μουσική ακούγεται ως το φρούριο).
Την πληκτική ατμόσφαιρα έρχεται να αλλάξει η επίσκεψη του Κουρτ, ξάδελφου της Αλίς και νέου υπεύθυνου του σταθμού καραντίνας που πρόκειται να εγκατασταθεί στο νησί.
Ο Κουρτ είχε δεκαπέντε χρόνια να δει το αντρόγυνο.
Η είσοδός του φαίνεται να ζωντανεύει (κινητοποιεί) και τους δύο και σηματοδοτεί μια, πρόσκαιρη έστω, έξοδο από την κενότητα της καθημερινότητάς τους.
Τόσο ο Λοχαγός, όσο και η Αλίς, βρίσκουν στο πρόσωπο του Κουρτ τον τέλειο ακροατή – θεατή του παράλογου κόσμου του γάμου τους, και τον καθιστούν μάρτυρα του εγκλωβισμού, της βαναυσότητας και της τρέλας, οι οποίες συνιστούν τη βάση της ύπαρξής τους ως ζευγάρι.
Σύντομα μετά την είσοδο του Κουρτ στο σπίτι, ο Λοχαγός παρουσιάζει συμπτώματα ασθένειας, δηλαδή επανειλημμένα πέφτει σε λήθαργο (αναίσθητος). Το γεγονός αυτό θορυβεί ιδιαίτερα τον Κουρτ, ο οποίος γρήγορα κινητοποιείται για να φέρει βοήθεια, τηλεφωνώντας στο γιατρό. Ο γιατρός αρνείται να δει τον Λοχαγό, κλείνοντας το τηλέφωνο στον Κουρτ χωρίς καμία εξήγηση για την άρνησή του.
Η Αλίς δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα, αντίθετα αφήνει να εννοηθεί ότι το ενδεχόμενο θανάτου του άντρα της θα την ανακούφιζε.
Ο Λοχαγός αρχικά αρνείται να δεχτεί ότι μπορεί να είναι άρρωστος και ότι χρειάζεται βοήθεια. Σταδιακά όμως αρχίζει να φοβάται ότι κάτι έχει, και ζητά να φωνάξουν γιατρό από την πόλη. Ο γιατρός από την πόλη δεν έχει χρόνο.
Ο Κουρτ φεύγει για να μιλήσει στο γιατρό του νησιού, ο οποίος τελικά δέχεται να δει τον Λοχαγό, αν τον καλέσει ο ίδιος. Ακόμη και στην ύστατη αυτή στιγμή ωστόσο, ο Λοχαγός εκφράζει απέχθεια – καχυποψία προς το γιατρό. Ο φόβος του όμως είναι πλέον έντονος, καθώς αρχίζει να αναρωτιέται αν θα πεθάνει, ενώ ζητά, για πρώτη φορά ανοιχτά, βοήθεια από τον Κουρτ.
Σταδιακά, όσο εξελίσσεται το έργο, τα τρία πρόσωπα μοιάζουν να εισέρχονται με ολοένα αυξανόμενη ορμή στον κόσμο του παράλογου. Τα ηνία του παραλογισμού κρατά πότε ο Λοχαγός και πότε η Αλίς.
Ο Κουρτ, ο οποίος από την αρχή φαινόταν να έλκεται από το παράλογο κομμάτι της σχέσης του ζευγαριού, αφήνεται εντέλει να παρασυρθεί σε έναν χορό παραζάλης, πάθους και τρέλας και μέσα από αυτή την συναναστροφή, θα έρθει τελικά σε επαφή και με το δικό του «κακό», «δαιμονικό» (παρανοϊκό) κομμάτι.
Ακολουθώντας τη γραμμική εξέλιξη του έργου, ο Λοχαγός εμφανίζεται το πρωί της τρίτης ημέρας να επιστρέφει από την πόλη, την οποία είχε επισκεφτεί για άγνωστο λόγο (η Αλίς πιστεύει ότι πήγε για να κάνει επισκέψεις και ότι ετοιμάζει κάτι κακό).
Εισερχόμενος στη σκηνή, προβαίνει σε ανακοινώσεις απέναντι στην Αλίς και τον Κουρτ, οι οποίες αργότερα αποδεικνύεται ότι ήταν ψευδείς και ότι ο Λοχαγός δεν θυμάται καν ότι έκανε.
Συγκεκριμένα, ανακοινώνει ότι επισκέφτηκε το γιατρό, ο οποίος του είπε ότι είναι καλά και θα ζήσει ακόμη είκοσι χρόνια.
Επίσης, ανακοινώνει ότι ελλείψει δοκίμων στο νησί, κανόνισε με τον Συνταγματάρχη να αποσπάσει τον γιο του Κουρτ στο νησί. Στο άκουσμα της παραπάνω ανακοίνωσης, ο Κουρτ αντιδρά με θυμό.
Τέλος, πληροφορεί την Αλίς ότι υπέβαλε αίτηση διαζυγίου και σκοπεύει να αντικαταστήσει τον ατυχή του έγγαμο βίο με έναν άλλο με μια σύζυγο στοργικότερη και νεότερη.
Η Αλίς, στο άκουσμα των παραπάνω, και μη γνωρίζοντας ότι είναι ψέματα, αποφασίζει να εκδικηθεί τον άντρα της, κατηγορώντας τον στον Διοικητή Πυροβολικού για υπεξαίρεση, και ζητά την υποστήριξη του Κουρτ.
Ο Κουρτ αρχικά συμπονεί την Αλίς και εξοργίζεται με τον Λοχαγό, τον οποίο θεωρεί ανθρωποφάγο και σατανικό. Νιώθει ερωτική έλξη απέναντί της και μοιάζει να σκέφτεται να φύγει μαζί της στην πόλη.
Εν τέλει όμως, ο Κουρτ συνειδητοποιεί ότι και η Αλίς είναι ένας διάβολος και αρνείται να τη βοηθήσει στην προσπάθειά της να βάλει τον Λοχαγό στην φυλακή.
Στο τέλος, συμπεραίνει ότι ο ίδιος (ο Κουρτ) έχει γίνει χειρότερος από τους άλλους δυο. Συνειδητοποιεί ότι δεν κατανοεί τους ανθρώπους, συμπονεί και τους δύο, αλλά επιλέγει να τους αφήσει και να φύγει.
Το έργο τελειώνει όπως ξεκίνησε, με τον Λοχαγό και την Αλίς εξίσου απομονωμένους, ίσως όμως πιο συνειδητοποιημένους, και σίγουρα περισσότερο από ποτέ εξαρτημένους ο ένας από τον άλλο.
Ο Λοχαγός φαίνεται να έχει έρθει σε επαφή με την πραγματικότητά του. Είναι τρυφερός και συγχωρεί την γυναίκα του και η Αλίς από την πλευρά της δέχεται να γίνει η «νοσοκόμα» του.
Συμφωνούν και οι δυο τους ότι αυτό το οποίο ζουν δεν είναι ζωή αλλά ένα αιώνιο μαρτύριο, ότι ήταν η μοίρα τους να βασανίζουν ο ένας τον άλλον, και ελπίζουν ότι ίσως υπάρξει τέλος στο βασανιστήριο που ζουν, μετά τον θάνατό τους.
Αποφασίζουν να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους.
Το φρούριο βρίσκεται σε κάποιο νησί της Σουηδίας, το οποίο (νησί) οι κάτοικοι αποκαλούν «Μικρή Κόλαση».
Από το εσωτερικό του φρουρίου διακρίνεται η θάλασσα καθώς και η πυροβολαρχία στην παραλία, με τον σκοπό ο οποίος περιπολεί (σε αρκετά σημεία του έργου επαναλαμβάνεται η φράση: «Ο σκοπός περιπολεί στην πυροβολαρχία, όπως πριν»).
Στο φρούριο κατοικούν ο Έντγκαρ, εν ενεργεία Λοχαγός του Πυροβολικού και η γυναίκα του Αλίς. Η Αλίς είναι δέκα χρόνια νεότερη του Έντγκαρ.
Επειδή ο συγγραφέας αποκαλεί καθ΄ όλη την διάρκεια του έργου τον Έντγκαρ «Λοχαγό», στην ψυχοθεατρολογική ανάλυση κρατείται η θέση του συγγραφέα.
Το ζευγάρι είναι μαζί 25 χρόνια.
Πλησιάζει η ημερομηνία των αργυρών του γάμων, τους οποίους ο Λοχαγός σκοπεύει να γιορτάσουν, σε αντίθεση με την Αλίς η οποία θεωρεί «φυσικότερο» να μην τους γιορτάσουν, για να κρύψουν την εικοσιπεντάχρονη δυστυχία τους.
Το ζευγάρι έχει χωρίσει δύο φορές, όσο ήταν αρραβωνιασμένο. Ξαναχώρισε μια φορά κατά τη διάρκεια του γάμου -για πέντε χρόνια- μένοντας μαζί στο ίδιο σπίτι.
Έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία έχουν πεθάνει (εμφάνισαν τη χλομάδα της φυλακής και πέθαναν λόγω έλλειψης φωτός, κατά την Αλίς). Τα άλλα δύο, μια κόρη (η Γιουντίτ) και ένα γιο (δεν αναφέρεται το όνομά του), τα έχουν στείλει στην πόλη, για να αποφύγουν τις γονεϊκές συγκρούσεις.
Το ζευγάρι ζει μόνο του, απομονωμένο από την κοινωνία του νησιού. Δε συγχρωτίζεται με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τόσο ο Λοχαγός, όσο και η Αλίς τους περιφρονούν και τους θεωρούν ύπουλους. Έτσι, έχουν αποκοπεί από την κοινωνία του νησιού (ή η κοινωνία του νησιού τους έχει αποκόψει).
Στο παρελθόν έχουν δοκιμάσει και οι δύο να κάνουν φίλους, χωρίς επιτυχία. Στην αρχή τους ευχαριστούσε η επαφή αλλά τελικά τους δημιουργούσε δυσαρέσκεια.
Το ζευγάρι έχει δύο υπηρέτριες, την Τζένυ και την Κριστίν, οι οποίες ωστόσο στην πορεία του έργου τους εγκαταλείπουν, όπως είχαν κάνει και οι προηγούμενες υπηρέτριες.
Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του ζευγαριού με τον υπόλοιπο κόσμο είναι ένας τηλέγραφος. Έχουν τηλέφωνο, αλλά δεν το χρησιμοποιούν, επειδή πιστεύουν ότι οι τηλεφωνήτριες κρυφακούν και αναμεταδίδουν όλα όσα λένε.
Μέσα σ’αυτές τις συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης ο Λοχαγός και η Αλίς βιώνουν μια καθημερινότητα πλήξης, εκνευρισμού και δυστυχίας. Έχουν δομήσει μια σχέση «Ερωτικού Μίσους», όπως την αποκαλεί το τρίτο πρόσωπο του έργου, Κουρτ, και η οποία εκδηλώνεται με αμοιβαία οργή και διαρκείς -ωστόσο αποτυχημένες- προσπάθειες να αλληλοκαταστραφούν. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια σχέση απόλυτης εξάρτησης του ενός από τον άλλον.
Το έργο ξεκινά με το ζευγάρι να συνομιλεί σε μια ατμόσφαιρα ανίας, κακοκεφιάς κι έντονου εκνευρισμού. Είναι μία ήπια φθινοπωρινή βραδιά – τη βραδιά αυτή ο γιατρός του νησιού δίνει δεξίωση, στην οποία το ζευγάρι δεν είναι καλεσμένο (η μουσική ακούγεται ως το φρούριο).
Την πληκτική ατμόσφαιρα έρχεται να αλλάξει η επίσκεψη του Κουρτ, ξάδελφου της Αλίς και νέου υπεύθυνου του σταθμού καραντίνας που πρόκειται να εγκατασταθεί στο νησί.
Ο Κουρτ είχε δεκαπέντε χρόνια να δει το αντρόγυνο.
Η είσοδός του φαίνεται να ζωντανεύει (κινητοποιεί) και τους δύο και σηματοδοτεί μια, πρόσκαιρη έστω, έξοδο από την κενότητα της καθημερινότητάς τους.
Τόσο ο Λοχαγός, όσο και η Αλίς, βρίσκουν στο πρόσωπο του Κουρτ τον τέλειο ακροατή – θεατή του παράλογου κόσμου του γάμου τους, και τον καθιστούν μάρτυρα του εγκλωβισμού, της βαναυσότητας και της τρέλας, οι οποίες συνιστούν τη βάση της ύπαρξής τους ως ζευγάρι.
Σύντομα μετά την είσοδο του Κουρτ στο σπίτι, ο Λοχαγός παρουσιάζει συμπτώματα ασθένειας, δηλαδή επανειλημμένα πέφτει σε λήθαργο (αναίσθητος). Το γεγονός αυτό θορυβεί ιδιαίτερα τον Κουρτ, ο οποίος γρήγορα κινητοποιείται για να φέρει βοήθεια, τηλεφωνώντας στο γιατρό. Ο γιατρός αρνείται να δει τον Λοχαγό, κλείνοντας το τηλέφωνο στον Κουρτ χωρίς καμία εξήγηση για την άρνησή του.
Η Αλίς δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα, αντίθετα αφήνει να εννοηθεί ότι το ενδεχόμενο θανάτου του άντρα της θα την ανακούφιζε.
Ο Λοχαγός αρχικά αρνείται να δεχτεί ότι μπορεί να είναι άρρωστος και ότι χρειάζεται βοήθεια. Σταδιακά όμως αρχίζει να φοβάται ότι κάτι έχει, και ζητά να φωνάξουν γιατρό από την πόλη. Ο γιατρός από την πόλη δεν έχει χρόνο.
Ο Κουρτ φεύγει για να μιλήσει στο γιατρό του νησιού, ο οποίος τελικά δέχεται να δει τον Λοχαγό, αν τον καλέσει ο ίδιος. Ακόμη και στην ύστατη αυτή στιγμή ωστόσο, ο Λοχαγός εκφράζει απέχθεια – καχυποψία προς το γιατρό. Ο φόβος του όμως είναι πλέον έντονος, καθώς αρχίζει να αναρωτιέται αν θα πεθάνει, ενώ ζητά, για πρώτη φορά ανοιχτά, βοήθεια από τον Κουρτ.
Σταδιακά, όσο εξελίσσεται το έργο, τα τρία πρόσωπα μοιάζουν να εισέρχονται με ολοένα αυξανόμενη ορμή στον κόσμο του παράλογου. Τα ηνία του παραλογισμού κρατά πότε ο Λοχαγός και πότε η Αλίς.
Ο Κουρτ, ο οποίος από την αρχή φαινόταν να έλκεται από το παράλογο κομμάτι της σχέσης του ζευγαριού, αφήνεται εντέλει να παρασυρθεί σε έναν χορό παραζάλης, πάθους και τρέλας και μέσα από αυτή την συναναστροφή, θα έρθει τελικά σε επαφή και με το δικό του «κακό», «δαιμονικό» (παρανοϊκό) κομμάτι.
Ακολουθώντας τη γραμμική εξέλιξη του έργου, ο Λοχαγός εμφανίζεται το πρωί της τρίτης ημέρας να επιστρέφει από την πόλη, την οποία είχε επισκεφτεί για άγνωστο λόγο (η Αλίς πιστεύει ότι πήγε για να κάνει επισκέψεις και ότι ετοιμάζει κάτι κακό).
Εισερχόμενος στη σκηνή, προβαίνει σε ανακοινώσεις απέναντι στην Αλίς και τον Κουρτ, οι οποίες αργότερα αποδεικνύεται ότι ήταν ψευδείς και ότι ο Λοχαγός δεν θυμάται καν ότι έκανε.
Συγκεκριμένα, ανακοινώνει ότι επισκέφτηκε το γιατρό, ο οποίος του είπε ότι είναι καλά και θα ζήσει ακόμη είκοσι χρόνια.
Επίσης, ανακοινώνει ότι ελλείψει δοκίμων στο νησί, κανόνισε με τον Συνταγματάρχη να αποσπάσει τον γιο του Κουρτ στο νησί. Στο άκουσμα της παραπάνω ανακοίνωσης, ο Κουρτ αντιδρά με θυμό.
Τέλος, πληροφορεί την Αλίς ότι υπέβαλε αίτηση διαζυγίου και σκοπεύει να αντικαταστήσει τον ατυχή του έγγαμο βίο με έναν άλλο με μια σύζυγο στοργικότερη και νεότερη.
Η Αλίς, στο άκουσμα των παραπάνω, και μη γνωρίζοντας ότι είναι ψέματα, αποφασίζει να εκδικηθεί τον άντρα της, κατηγορώντας τον στον Διοικητή Πυροβολικού για υπεξαίρεση, και ζητά την υποστήριξη του Κουρτ.
Ο Κουρτ αρχικά συμπονεί την Αλίς και εξοργίζεται με τον Λοχαγό, τον οποίο θεωρεί ανθρωποφάγο και σατανικό. Νιώθει ερωτική έλξη απέναντί της και μοιάζει να σκέφτεται να φύγει μαζί της στην πόλη.
Εν τέλει όμως, ο Κουρτ συνειδητοποιεί ότι και η Αλίς είναι ένας διάβολος και αρνείται να τη βοηθήσει στην προσπάθειά της να βάλει τον Λοχαγό στην φυλακή.
Στο τέλος, συμπεραίνει ότι ο ίδιος (ο Κουρτ) έχει γίνει χειρότερος από τους άλλους δυο. Συνειδητοποιεί ότι δεν κατανοεί τους ανθρώπους, συμπονεί και τους δύο, αλλά επιλέγει να τους αφήσει και να φύγει.
Το έργο τελειώνει όπως ξεκίνησε, με τον Λοχαγό και την Αλίς εξίσου απομονωμένους, ίσως όμως πιο συνειδητοποιημένους, και σίγουρα περισσότερο από ποτέ εξαρτημένους ο ένας από τον άλλο.
Ο Λοχαγός φαίνεται να έχει έρθει σε επαφή με την πραγματικότητά του. Είναι τρυφερός και συγχωρεί την γυναίκα του και η Αλίς από την πλευρά της δέχεται να γίνει η «νοσοκόμα» του.
Συμφωνούν και οι δυο τους ότι αυτό το οποίο ζουν δεν είναι ζωή αλλά ένα αιώνιο μαρτύριο, ότι ήταν η μοίρα τους να βασανίζουν ο ένας τον άλλον, και ελπίζουν ότι ίσως υπάρξει τέλος στο βασανιστήριο που ζουν, μετά τον θάνατό τους.
Αποφασίζουν να γιορτάσουν τους αργυρούς τους γάμους.
Θεατρολογική Επεξεργασία: Μαρία Κυριάκογλου
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Κυριάκογλου/Πάνος Μαβιτζής
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Κυριάκογλου/Πάνος Μαβιτζής