Οιδίπους Τύραννος
Σοφοκλής
Περίληψη Έργου
Η Θήβα μαστίζεται από μέγα λοιμό.
Έξω από το παλάτι είναι συναγμένος ο Χορός, ο οποίος απαρτίζεται από σεβάσμιους γέροντες Θηβαίους πολίτες.
Εκπροσωπούμενοι από τον Ιερέα του Διός, ζητούν από το βασιλιά τους Οιδίποδα να σώσει τη πόλη, όπως την έσωσε και τότε από τη Σφίγγα, ώστε να διατηρήσει την καλή φήμη, την οποία έχει ως σωτήρας και βασιλιάς της πόλης.
Όμως, ο Οιδίπους έχει ήδη στείλει τον Κρέοντα (στενό του φίλο και αδερφό της συζύγου του Ιοκάστης) να λάβει Απολλώνιο χρησμό από τους Δελφούς.
Ο Κρέων επιστρέφει και ανακοινώνει τον χρησμό, ο οποίος ζητά, για να σωθεί η πόλη, είτε να φονεύσουν, είτε να εκδιώξουν από αυτήν το μίασμα του τόπου.
Μίασμα, κατά τον χρησμό, είναι ο δολοφόνος του Λάιου (τέως βασιλεύς των Θηβών και πρώην σύζυγος της Ιοκάστης).
Μετά την ανακοίνωση του χρησμού, ο Οιδίπους υπόσχεται να αποκαλύψει τον δολοφόνο. Ζητά σε αυτό τη βοήθεια όλων.
Όμως, ο Χορός προτείνει να ρωτήσουν τον μάντη Τειρεσία να μαντεύσει τον δολοφόνο, γιατί ο λόγος του είναι ο λόγος των Θεών.
Ο μάντης έρχεται και αποκαλύπτει ότι ο Οιδίπους είναι το μίασμα της πόλης.
Ο Οιδίπους εξοργίζεται. Προσβάλλει τον Τειρεσία και τον κατηγορεί για συνωμοσία εναντίον του από κοινού με τον Κρέοντα. Γίνεται άδικος, είρων, μπαίνει σε έπαρση και παύει να ακούει το θεόπνευστο λόγο του Τειρεσία.
Ο Τειρεσίας, ως εκπρόσωπος του Θείου, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, παραμένει ατάραχος και αποκαλύπτει ανοιχτά πλέον ποιος είναι ο Οιδίπους: δολοφόνος του πατέρα του και σύζυγος της μητέρας του.
Επίσης, πριν φύγει, αποφαίνεται για τα μελλούμενα του βασιλιά: θα τυφλωθεί και θα πλανάται ξένος μέσα στη ξενιτειά με το ραβδί του.
Κανένας δεν αμφισβητεί την αλήθεια των λόγων του Τειρεσία, εκτός από τον Οιδίποδα.
Ο Κρέων με συνετούς λόγους προσπαθεί να τον συνεφέρει στα λογικά του.
Ο Οιδίπους εξακολουθεί να μην ακούει. Έχει παρανοήσει και σκορπά απειλές. Συνεχίζει να κατηγορεί τον Κρέοντα για συνεργεία με τον Τειρεσία.
Εμφανίζεται η Ιοκάστη, η οποία παίρνει το μέρος του Οιδίποδα, μειώνοντας την αξία των χρησμών και άρα υποπίπτει σε ύβρι.
Στη συνέχεια, εξιστορεί ότι ήρθε κάποτε στον Λάιο χρησμός από τους Δελφούς, σύμφωνα με τον οποίο ήταν το πεπρωμένο του να σκοτωθεί από το παιδί του. Τον Λάιο όμως προσθέτει, τον σκότωσαν ληστές σε τρίστρατο στη Φωκίδα. Επίσης αναφέρει, ότι στο παιδί τους, μόλις γεννήθηκε, με εντολή του Λάιου, του τρύπησαν τους αστραγάλους και το έδωσαν σε έναν Θηβαίο βοσκό να το πετάξει σε ερημικό βουνό.
Ο Οιδίπους νοιώθει τρικυμία στη ψυχή του και ζητά περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το φόνο.
Η Ιοκάστη αποκαλύπτει ότι ο Λάιος ήταν πάνω σε μία άμαξα και τον συντρόφευαν τέσσερις άνδρες, όταν έγινε επίθεση από ληστές. Από όλους σώθηκε ένας, ο οποίος μόλις έγινε ο Οιδίπους βασιλιάς, ζήτησε να τον στείλουν από το παλάτι στους αγρούς.
Ο Οιδίπους, τότε, αποκαλύπτει στην Ιοκάστη ότι κάποτε, κάποιος Κορίνθιος, ο οποίος ήταν πιωμένος, του είπε ότι είναι νόθος.
Μετά από αυτή την πληροφορία, ο Οιδίποδας πήρε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, ο οποίος προμήνυε ότι όχι μόνο θα σκότωνε το πατέρα του, αλλά και θα γινόταν σύζυγος της μητέρας του, φέρνοντας στον κόσμο αισχρότατη γενιά (αυτή είναι η απόδειξη, ότι πριν λίγο ο Τειρεσίας μίλησε την αλήθεια).
Μετά από αυτό, φοβούμενος τα του χρησμού, έφυγε από τη Κόρινθο οριστικά. Απομακρυνόμενος από τη Κόρινθο και στο τρίστρατο όπου λέγεται ότι σκοτώθηκε ο Λάιος, συνάντησε μία άμαξα. Ακολούθησε καβγάς και συμπλοκή με αποτέλεσμα να τους σκοτώσει όλους, εκτός από έναν άνδρα.
Ο Οιδίπους προς επιβεβαίωση του αν είναι ο ίδιος δολοφόνος του Λάιου ή όχι, ζητά από την Ιοκάστη να φωνάξουν τον επιζήσαντα του περιστατικού και έτσι γίνεται.
Όμως, η Ιοκάστη συνεχίζει να τον υποστηρίζει, λέγοντας ότι δεν είναι ο Οιδίπους ο δολοφόνος, αμφισβητώντας πάλι τους χρησμούς (ύβρις).
Η Ιοκάστη και ο Οιδίπους εισέρχονται στο παλάτι, όμως η ταραγμένη, ασύνετη και θολωμένη στάση του Οιδίποδα μέσα στο παλάτι μεταστρέφει την Ιοκάστη, η οποία εξέρχεται και ικετεύει τη βοήθεια του Απόλλωνος.
Αφικνύεται ένας αγγελιοφόρος (Κορίνθιος βοσκός) από την Κόρινθο, ο οποίος αναγγέλλει το θάνατο του Πόλυβου.
Ο Οιδίπους εξέρχεται από το παλάτι και από τη στιχομυθία του αγγελιοφόρου, της Ιοκάστης και του ίδιου αποκαλύπτεται ότι δεν είναι παιδί του Πόλυβου και της Μερόπης, αλλά ότι τους είχε δοθεί από τον Κορίνθιο βοσκό, στον οποίο είχε προηγουμένως δοθεί από έναν βοσκό του Λάιου (είναι αυτός, ο οποίος έχει κληθεί να έρθει στο παλάτι).
Ο Οιδίπους βρίσκεται ακόμα σε άρνηση και χαρακτηρίζει άχρηστους τους χρησμούς (ύβρις).
Όμως η Ιοκάστη, έχοντας πλέον καταλάβει την αλήθεια, εκλιπαρεί τον Οιδίποδα να σταματήσει να ψάχνει για την καταγωγή του και αποχωρεί εισερχόμενη στο παλάτι.
Εμφανίζεται ο Θηβαίος βοσκός, ο οποίος είχε κληθεί στο παλάτι και η συνομιλία του με τον αγγελιοφόρο (Κορίνθιο βοσκό) αποκαλύπτει πλήρως την τραγωδία του Οιδίποδα, την οποία είχε μαντεύσει στο ακέραιο ο Τειρεσίας (όντως δολοφόνησε τον πατέρα του Λάιο και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη).
Ο Οιδίπους εισέρχεται στο παλάτι έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την φρικτή αλήθεια.
Οι Θηβαίοι γέροντες μένουν στην αυλή και θρηνούν για τη μοίρα του βασιλέως.
Μετά από λίγο, εμφανίζεται ένας εκπρόσωπος του παλατιού, ο οποίος αναγγέλλει ότι:
Ο Χορός τον συμπονά για τη μοίρα που του έλαχε.
Εμφανίζεται ο Κρέων, ο οποίος δηλώνει ότι δε θα τον ονειδίσει για τα δεινά του και ο Οιδίποδας του ζητά να φροντίσει τις δύο κόρες του και ο Κρέων το υπόσχεται.
Ο Οιδίποδας και ο Κρέων αποχωρούν, ενώ ο Χορός υπερτονίζει, ότι ο γνωστικός θνητός δεν πρέπει κανέναν να καλοτυχίζει πριν την υστερνή του στιγμή και αν δεν έχει περάσει τη ζωή, χωρίς να δυστυχήσει.
Έξω από το παλάτι είναι συναγμένος ο Χορός, ο οποίος απαρτίζεται από σεβάσμιους γέροντες Θηβαίους πολίτες.
Εκπροσωπούμενοι από τον Ιερέα του Διός, ζητούν από το βασιλιά τους Οιδίποδα να σώσει τη πόλη, όπως την έσωσε και τότε από τη Σφίγγα, ώστε να διατηρήσει την καλή φήμη, την οποία έχει ως σωτήρας και βασιλιάς της πόλης.
Όμως, ο Οιδίπους έχει ήδη στείλει τον Κρέοντα (στενό του φίλο και αδερφό της συζύγου του Ιοκάστης) να λάβει Απολλώνιο χρησμό από τους Δελφούς.
Ο Κρέων επιστρέφει και ανακοινώνει τον χρησμό, ο οποίος ζητά, για να σωθεί η πόλη, είτε να φονεύσουν, είτε να εκδιώξουν από αυτήν το μίασμα του τόπου.
Μίασμα, κατά τον χρησμό, είναι ο δολοφόνος του Λάιου (τέως βασιλεύς των Θηβών και πρώην σύζυγος της Ιοκάστης).
Μετά την ανακοίνωση του χρησμού, ο Οιδίπους υπόσχεται να αποκαλύψει τον δολοφόνο. Ζητά σε αυτό τη βοήθεια όλων.
Όμως, ο Χορός προτείνει να ρωτήσουν τον μάντη Τειρεσία να μαντεύσει τον δολοφόνο, γιατί ο λόγος του είναι ο λόγος των Θεών.
Ο μάντης έρχεται και αποκαλύπτει ότι ο Οιδίπους είναι το μίασμα της πόλης.
Ο Οιδίπους εξοργίζεται. Προσβάλλει τον Τειρεσία και τον κατηγορεί για συνωμοσία εναντίον του από κοινού με τον Κρέοντα. Γίνεται άδικος, είρων, μπαίνει σε έπαρση και παύει να ακούει το θεόπνευστο λόγο του Τειρεσία.
Ο Τειρεσίας, ως εκπρόσωπος του Θείου, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, παραμένει ατάραχος και αποκαλύπτει ανοιχτά πλέον ποιος είναι ο Οιδίπους: δολοφόνος του πατέρα του και σύζυγος της μητέρας του.
Επίσης, πριν φύγει, αποφαίνεται για τα μελλούμενα του βασιλιά: θα τυφλωθεί και θα πλανάται ξένος μέσα στη ξενιτειά με το ραβδί του.
Κανένας δεν αμφισβητεί την αλήθεια των λόγων του Τειρεσία, εκτός από τον Οιδίποδα.
Ο Κρέων με συνετούς λόγους προσπαθεί να τον συνεφέρει στα λογικά του.
Ο Οιδίπους εξακολουθεί να μην ακούει. Έχει παρανοήσει και σκορπά απειλές. Συνεχίζει να κατηγορεί τον Κρέοντα για συνεργεία με τον Τειρεσία.
Εμφανίζεται η Ιοκάστη, η οποία παίρνει το μέρος του Οιδίποδα, μειώνοντας την αξία των χρησμών και άρα υποπίπτει σε ύβρι.
Στη συνέχεια, εξιστορεί ότι ήρθε κάποτε στον Λάιο χρησμός από τους Δελφούς, σύμφωνα με τον οποίο ήταν το πεπρωμένο του να σκοτωθεί από το παιδί του. Τον Λάιο όμως προσθέτει, τον σκότωσαν ληστές σε τρίστρατο στη Φωκίδα. Επίσης αναφέρει, ότι στο παιδί τους, μόλις γεννήθηκε, με εντολή του Λάιου, του τρύπησαν τους αστραγάλους και το έδωσαν σε έναν Θηβαίο βοσκό να το πετάξει σε ερημικό βουνό.
Ο Οιδίπους νοιώθει τρικυμία στη ψυχή του και ζητά περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το φόνο.
Η Ιοκάστη αποκαλύπτει ότι ο Λάιος ήταν πάνω σε μία άμαξα και τον συντρόφευαν τέσσερις άνδρες, όταν έγινε επίθεση από ληστές. Από όλους σώθηκε ένας, ο οποίος μόλις έγινε ο Οιδίπους βασιλιάς, ζήτησε να τον στείλουν από το παλάτι στους αγρούς.
Ο Οιδίπους, τότε, αποκαλύπτει στην Ιοκάστη ότι κάποτε, κάποιος Κορίνθιος, ο οποίος ήταν πιωμένος, του είπε ότι είναι νόθος.
Μετά από αυτή την πληροφορία, ο Οιδίποδας πήρε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, ο οποίος προμήνυε ότι όχι μόνο θα σκότωνε το πατέρα του, αλλά και θα γινόταν σύζυγος της μητέρας του, φέρνοντας στον κόσμο αισχρότατη γενιά (αυτή είναι η απόδειξη, ότι πριν λίγο ο Τειρεσίας μίλησε την αλήθεια).
Μετά από αυτό, φοβούμενος τα του χρησμού, έφυγε από τη Κόρινθο οριστικά. Απομακρυνόμενος από τη Κόρινθο και στο τρίστρατο όπου λέγεται ότι σκοτώθηκε ο Λάιος, συνάντησε μία άμαξα. Ακολούθησε καβγάς και συμπλοκή με αποτέλεσμα να τους σκοτώσει όλους, εκτός από έναν άνδρα.
Ο Οιδίπους προς επιβεβαίωση του αν είναι ο ίδιος δολοφόνος του Λάιου ή όχι, ζητά από την Ιοκάστη να φωνάξουν τον επιζήσαντα του περιστατικού και έτσι γίνεται.
Όμως, η Ιοκάστη συνεχίζει να τον υποστηρίζει, λέγοντας ότι δεν είναι ο Οιδίπους ο δολοφόνος, αμφισβητώντας πάλι τους χρησμούς (ύβρις).
Η Ιοκάστη και ο Οιδίπους εισέρχονται στο παλάτι, όμως η ταραγμένη, ασύνετη και θολωμένη στάση του Οιδίποδα μέσα στο παλάτι μεταστρέφει την Ιοκάστη, η οποία εξέρχεται και ικετεύει τη βοήθεια του Απόλλωνος.
Αφικνύεται ένας αγγελιοφόρος (Κορίνθιος βοσκός) από την Κόρινθο, ο οποίος αναγγέλλει το θάνατο του Πόλυβου.
Ο Οιδίπους εξέρχεται από το παλάτι και από τη στιχομυθία του αγγελιοφόρου, της Ιοκάστης και του ίδιου αποκαλύπτεται ότι δεν είναι παιδί του Πόλυβου και της Μερόπης, αλλά ότι τους είχε δοθεί από τον Κορίνθιο βοσκό, στον οποίο είχε προηγουμένως δοθεί από έναν βοσκό του Λάιου (είναι αυτός, ο οποίος έχει κληθεί να έρθει στο παλάτι).
Ο Οιδίπους βρίσκεται ακόμα σε άρνηση και χαρακτηρίζει άχρηστους τους χρησμούς (ύβρις).
Όμως η Ιοκάστη, έχοντας πλέον καταλάβει την αλήθεια, εκλιπαρεί τον Οιδίποδα να σταματήσει να ψάχνει για την καταγωγή του και αποχωρεί εισερχόμενη στο παλάτι.
Εμφανίζεται ο Θηβαίος βοσκός, ο οποίος είχε κληθεί στο παλάτι και η συνομιλία του με τον αγγελιοφόρο (Κορίνθιο βοσκό) αποκαλύπτει πλήρως την τραγωδία του Οιδίποδα, την οποία είχε μαντεύσει στο ακέραιο ο Τειρεσίας (όντως δολοφόνησε τον πατέρα του Λάιο και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη).
Ο Οιδίπους εισέρχεται στο παλάτι έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την φρικτή αλήθεια.
Οι Θηβαίοι γέροντες μένουν στην αυλή και θρηνούν για τη μοίρα του βασιλέως.
Μετά από λίγο, εμφανίζεται ένας εκπρόσωπος του παλατιού, ο οποίος αναγγέλλει ότι:
- H Ιοκάστη μπήκε σε μανία και οδυρόμενη για τη συμφορά της, ξερίζωσε με τα χέρια της τα μαλλιά της και στη συνέχεια κρεμάστηκε.
- Ο Οιδίπους, στη θέα αυτού του περιστατικού, πήρε από τα ρούχα της δύο χρυσές καρφίτσες και τρύπησε με αυτές τις κόρες των ματιών του.
Ο Χορός τον συμπονά για τη μοίρα που του έλαχε.
Εμφανίζεται ο Κρέων, ο οποίος δηλώνει ότι δε θα τον ονειδίσει για τα δεινά του και ο Οιδίποδας του ζητά να φροντίσει τις δύο κόρες του και ο Κρέων το υπόσχεται.
Ο Οιδίποδας και ο Κρέων αποχωρούν, ενώ ο Χορός υπερτονίζει, ότι ο γνωστικός θνητός δεν πρέπει κανέναν να καλοτυχίζει πριν την υστερνή του στιγμή και αν δεν έχει περάσει τη ζωή, χωρίς να δυστυχήσει.
Θεατρολογική Επεξεργασία: Πάνος Μαβιτζής
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Πάνος Μαβιτζής
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Πάνος Μαβιτζής