Ο γυάλινος κόσμος
Tennessee Williams
Γενικό σχόλιο:
Κατά την διάρκεια του έργου υπάρχουν χρονικά άλματα (εποχές), όπου ο συγγραφέας δείχνει ότι ο χρόνος κυλάει ανούσια, όπως για παράδειγμα το καθημερινό τους τραπέζι, στο οποίο δεν υπάρχει ούτε φαγητό, ούτε μαχαιροπίρουνα.
Ο χρόνος είναι ένας παράγοντας, ο οποίος δεν επηρεάζει την συναισθηματική στασιμότητα των μελών της οικογένειας.
Ακόμη και όταν φεύγει ο ‘Τομ γιος’, οι δύο γυναίκες παραμένουν αβίαστα στην ανούσια πραγματικότητά τους.
Μόνο ο ‘Τομ αφηγητής’ συνειδητοποιεί (εκ των υστέρων) την πραγματικότητα της ύπαρξης τους, διότι είναι πλέον συναισθηματικά ενήλικας και άρα έχει την δυνατότητα, να αφηγείται αντικειμενικά τα πεπραγμένα της ζωής.
Για τον Τομ θα υπάρξουν δύο ψυχοθεατρολογικές αναλύσεις: μία ως ‘Τομ αφηγητής’ και μία ως ‘Τομ γιος’.
Κατά την διάρκεια του έργου υπάρχουν χρονικά άλματα (εποχές), όπου ο συγγραφέας δείχνει ότι ο χρόνος κυλάει ανούσια, όπως για παράδειγμα το καθημερινό τους τραπέζι, στο οποίο δεν υπάρχει ούτε φαγητό, ούτε μαχαιροπίρουνα.
Ο χρόνος είναι ένας παράγοντας, ο οποίος δεν επηρεάζει την συναισθηματική στασιμότητα των μελών της οικογένειας.
Ακόμη και όταν φεύγει ο ‘Τομ γιος’, οι δύο γυναίκες παραμένουν αβίαστα στην ανούσια πραγματικότητά τους.
Μόνο ο ‘Τομ αφηγητής’ συνειδητοποιεί (εκ των υστέρων) την πραγματικότητα της ύπαρξης τους, διότι είναι πλέον συναισθηματικά ενήλικας και άρα έχει την δυνατότητα, να αφηγείται αντικειμενικά τα πεπραγμένα της ζωής.
Για τον Τομ θα υπάρξουν δύο ψυχοθεατρολογικές αναλύσεις: μία ως ‘Τομ αφηγητής’ και μία ως ‘Τομ γιος’.
'Τομ αφηγητής'
Ο ‘Τομ Αφηγητής’ είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει συνειδητοποιηθεί και ενηλικιωθεί μέσα από σκληρές εμπειρίες και επώδυνα γεγονότα.
Σε όλη την διάρκεια του έργου, βιώνει την συναισθηματική φόρτιση της ενήλικης συνειδητότητας, δηλαδή:
Από την αρχή του έργου δηλώνει ευθέως, ότι μέσα από όλες τις συνειδητοποιήσεις της ζωής του, έχει κατορθώσει να βλέπει την πραγματική πραγματικότητα, αποστασιοποιημένος από τις ψυχικές συγκρούσεις, οι οποίες τυφλώνουν όλους όσοι είναι ασυνείδητοι.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ ξεκινάει την αφήγησή του ντυμένος ναύτης του Εμπορικού. Θέλει με αυτόν τον τρόπο να μεταδώσει την ελπίδα του ‘Τομ γιού’ για αλλαγή της ζωής του, μέσω της προσπάθειας του να αποδράσει από έναν παρανοϊκό πραγματικό κόσμο, ο οποίος τον εγκλώβιζε. Όμως, αυτή η ελπιδοφόρα προσπάθεια απόδρασης απέτυχε, διότι κανείς δεν δύναται να αποδράσει από το συναισθηματικό του σενάριο.
Ο μόνος τρόπος αλλαγής του κάθε ανθρώπου είναι η συνειδητότητα, δηλαδή η αποδοχή της ψυχικής του δομής και η δραστηριοποίηση του σύμφωνα με τα δεδομένα της πραγματικής πραγματικότητας και όχι σύμφωνα με τις επιταγές του συναισθηματικού του σεναρίου, το οποίο πασχίζει να επαναληφθεί.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ μιλάει για την ελπίδα της μητέρας του, της Λώρα και του ίδιου για αλλαγή, κάνοντας μόνο αναφορές εξιστόρησης, χωρίς συναισθηματικές κρίσεις.
Ακόμα και όταν αφηγείται την ιστορία με τον Τζιμ, αναφέρεται στον εαυτό του χωρίς συναισθηματικές διακυμάνσεις.
Αυτή η ικανότητα του ‘Τομ αφηγητή’ δεν αποκτήθηκε από μόνη της. Ο ίδιος αναφέρει τις πολλές επώδυνες εμπειρίες, τις οποίες έζησε.
Στην τελευταία σκηνή του έργου, ο ‘Τομ’ αφηγείται την διαδικασία ενηλικίωσής του από την στιγμή που εγκατέλειψε την Αμάντα και την Λώρα, ενώ μέσα στην σκηνή διαδραματίζεται σιωπηλά η ψυχική του δομή και το συναισθηματικό του σενάριο, το οποίο πάντα επαναλαμβάνεται και θα πάψει να υπάρχει μόνο με τον θάνατο, που συμβολίζεται με το σβήσιμο των κεριών από την Λώρα.
Στο τέλος του έργου, ενώ βρίσκεται εκτός δρώμενων σκηνής, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την Λώρα, γιατί αποτελεί μέρος του συναισθηματικού του σεναρίου και άρα κομμάτι του εαυτού του και έτσι την προτρέπει να σβήσει τα κεριά και να δώσει οριστικό τέλος στην αέναη αναβίωση του συναισθηματικού σεναρίου και των δύο.
Όπου κι αν βρίσκεται ο ‘Τομ’, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Λώρα στο σπίτι του Σαίντ Λούις, είτε είναι ‘γιος’, είτε ‘αφηγητής’, αφού στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πρόσωπο με το ίδιο συναισθηματικό σενάριο.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ λέει ευθέως στον κόσμο, ότι αφού κατάφερε ο ίδιος να αλλάξει εκ βαθέως την ζωή του, δεν έχει κανείς από τους θεατές δικαιολογία να μην το προσπαθήσει.
Μέσα από αυτή την δράση διεισδύει στο υποσυνείδητο των θεατών, προτρέποντας τους να αλλάξουν και να μην χαραμίσουν την ζωή τους.
Σε όλη την διάρκεια του έργου, βιώνει την συναισθηματική φόρτιση της ενήλικης συνειδητότητας, δηλαδή:
- Διακατέχεται από πλήρη αποδοχή και όχι απλή ανοχή, τόσο του εαυτού του όσο και των γύρω του.
- Δεν απωθεί στο ασυνείδητό του την μνήμη των γεγονότων της ζωής του. Τα ενθυμείται όλα, όσο σκληρά και επώδυνα κι αν ήταν.
- Αναβιώνει τα συναισθήματα των γεγονότων του παρελθόντος του, χωρίς να απωθεί το οποιοδήποτε.
- Αναβιώνει τα γεγονότα της ζωής του και παλινδρομεί, μέσω αυτών, στο συναισθηματικό του σενάριο, ενώ έχει πλήρη συνειδητότητα της παλινδρόμησης αυτής.
- Έχει το σθένος να αναβιώνει τον πόνο του ψυχικού του τραύματος και να είναι σε επαφή με αυτόν, κάθε φορά που παλινδρομεί στο τραύμα του.
- Επειδή αντέχει τον πόνο του τραύματος του, έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει και να κατανοεί τον πόνο των άλλων ανθρώπων, δηλαδή τους συμπονά, χωρίς να τους επικρίνει.
- Έχει κάθε στιγμή επίγνωση, αν αυτό που νοιώθει έχει να κάνει με την ψυχική του δομή, με άλλα λόγια γνωρίζει εάν τα συναισθήματα του είναι αναβίωση του συναισθηματικού του σεναρίου ή εάν έχουν να κάνουν με καταστάσεις του τώρα.
- Κάνει δράσεις σύμφωνα με τα δεδομένα της ζωής του στο εδώ και τώρα, δηλαδή οι δράσεις του δεν επηρεάζονται από την ψυχική του δομή και το συναισθηματικό του σενάριο.
Από την αρχή του έργου δηλώνει ευθέως, ότι μέσα από όλες τις συνειδητοποιήσεις της ζωής του, έχει κατορθώσει να βλέπει την πραγματική πραγματικότητα, αποστασιοποιημένος από τις ψυχικές συγκρούσεις, οι οποίες τυφλώνουν όλους όσοι είναι ασυνείδητοι.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ ξεκινάει την αφήγησή του ντυμένος ναύτης του Εμπορικού. Θέλει με αυτόν τον τρόπο να μεταδώσει την ελπίδα του ‘Τομ γιού’ για αλλαγή της ζωής του, μέσω της προσπάθειας του να αποδράσει από έναν παρανοϊκό πραγματικό κόσμο, ο οποίος τον εγκλώβιζε. Όμως, αυτή η ελπιδοφόρα προσπάθεια απόδρασης απέτυχε, διότι κανείς δεν δύναται να αποδράσει από το συναισθηματικό του σενάριο.
Ο μόνος τρόπος αλλαγής του κάθε ανθρώπου είναι η συνειδητότητα, δηλαδή η αποδοχή της ψυχικής του δομής και η δραστηριοποίηση του σύμφωνα με τα δεδομένα της πραγματικής πραγματικότητας και όχι σύμφωνα με τις επιταγές του συναισθηματικού του σεναρίου, το οποίο πασχίζει να επαναληφθεί.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ μιλάει για την ελπίδα της μητέρας του, της Λώρα και του ίδιου για αλλαγή, κάνοντας μόνο αναφορές εξιστόρησης, χωρίς συναισθηματικές κρίσεις.
Ακόμα και όταν αφηγείται την ιστορία με τον Τζιμ, αναφέρεται στον εαυτό του χωρίς συναισθηματικές διακυμάνσεις.
Αυτή η ικανότητα του ‘Τομ αφηγητή’ δεν αποκτήθηκε από μόνη της. Ο ίδιος αναφέρει τις πολλές επώδυνες εμπειρίες, τις οποίες έζησε.
Στην τελευταία σκηνή του έργου, ο ‘Τομ’ αφηγείται την διαδικασία ενηλικίωσής του από την στιγμή που εγκατέλειψε την Αμάντα και την Λώρα, ενώ μέσα στην σκηνή διαδραματίζεται σιωπηλά η ψυχική του δομή και το συναισθηματικό του σενάριο, το οποίο πάντα επαναλαμβάνεται και θα πάψει να υπάρχει μόνο με τον θάνατο, που συμβολίζεται με το σβήσιμο των κεριών από την Λώρα.
Στο τέλος του έργου, ενώ βρίσκεται εκτός δρώμενων σκηνής, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την Λώρα, γιατί αποτελεί μέρος του συναισθηματικού του σεναρίου και άρα κομμάτι του εαυτού του και έτσι την προτρέπει να σβήσει τα κεριά και να δώσει οριστικό τέλος στην αέναη αναβίωση του συναισθηματικού σεναρίου και των δύο.
Όπου κι αν βρίσκεται ο ‘Τομ’, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Λώρα στο σπίτι του Σαίντ Λούις, είτε είναι ‘γιος’, είτε ‘αφηγητής’, αφού στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πρόσωπο με το ίδιο συναισθηματικό σενάριο.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ λέει ευθέως στον κόσμο, ότι αφού κατάφερε ο ίδιος να αλλάξει εκ βαθέως την ζωή του, δεν έχει κανείς από τους θεατές δικαιολογία να μην το προσπαθήσει.
Μέσα από αυτή την δράση διεισδύει στο υποσυνείδητο των θεατών, προτρέποντας τους να αλλάξουν και να μην χαραμίσουν την ζωή τους.
Αμάντα
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Γεννήθηκε στην περιοχή Μπλου Μάουντεν, στο Δέλτα του Μισισιπή. Η οικογένειά της είχε νέγρους στην υπηρεσία τους και τις Κυριακές δεχόντουσαν επισκέψεις από πολλούς πλούσιους νεαρούς, οι οποίοι την επιθυμούσαν και έτσι η Αμάντα βίωνε αποδοχή.
Προτίμησε να παντρευτεί έναν άντρα, ο οποίος πάντα φρόντιζε την εμφάνισή του και δεν ήταν ποτέ ακατάστατος.
Της αρέσουν τα λουλούδια – νάρκισσοι.
Είναι νευρική και πιστεύει, ότι τα παιδιά της την μισούν, ιδιαίτερα ο ‘Τομ γιος’, τον οποίο θεωρεί εγωιστή.
Πουλάει τηλεφωνικά, χωρίς επιτυχία, συνδρομές του περιοδικού «Σύντροφος της νοικοκυράς», το οποίο απευθύνεται σε ηλικιωμένες γυναίκες των γραμμάτων.
Καυγαδίζει συνέχεια με τον ‘Τομ γιο’, γιατί δεν της αρέσει ο τρόπος ζωής του.
Προσπαθεί εναγωνίως να παντρέψει την Λώρα μ’ έναν καθωσπρέπει κύριο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και η ίδια και γι’ αυτό ζητάει επιτακτικά από τον ‘Τομ γιο’ να φέρει έναν φίλο του στο σπίτι.
Ξέρει ότι ο ‘Τομ γιος’ θέλει να φύγει στο Εμπορικό Ναυτικό, αλλά του το απαγορεύει αν δεν πάρει πρώτα κάποιος άλλος την θέση του.
Προκειμένου να υποδεχτεί τον καλεσμένο υποψήφιο γαμβρό της Λώρα, κάνει προετοιμασίες στο σπίτι.
Όταν μαθαίνει ότι ο υποψήφιος γαμβρός της Λώρα είναι δεσμευμένος, κατηγορεί τον ‘Τομ γιο’ ότι τον κάλεσε επίτηδες στο σπίτι τους.
Ψυχική Δομή:
Η Αμάντα έχει βιώσει απόρριψη από την κοιλιά της μαμάς της, διότι η μαμά της δεν ήθελε την κύηση. Στην ενήλικη της ζωή, κάθε φορά κατά την οποία παλινδρομεί, πηγαίνει στην μαμά της για να πάρει φροντίδα, όμως η μαμά του σήμερα (αντικείμενο προβολής της ενδοβλημένης μαμάς) συμπεριφέρεται όπως η πραγματική μαμά του τότε και την απορρίπτει (πελάτισσες – σύζυγος – ‘Τομ γιος’ – Τζιμ).
Με κέντρο την ίδια ως έμβρυο, η μαμά της, της υποσχέθηκε μία αποδεκτική μήτρα και όταν η μαμά/μήτρα την απέρριψε, η Αμάντα βίωσε εξαπάτηση. Στην ενήλική της ζωή η εξαπάτηση από την μαμά/μήτρα έχει σαν αποτέλεσμα να νιώθει εξαπατημένη από όσους κάνει προβολή καλής μαμάς (σύζυγος – ‘Τομ γιος’ – Τζιμ), είτε γιατί την εξαπατούν πραγματικά (σύζυγος), είτε γιατί η ίδια με την στάση της τους οδηγεί να την εξαπατήσουν (‘Τομ γιος’ - Τζιμ), είτε γιατί φαντάζεται ότι την εξαπατούν, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εξαπάτηση (πελάτισσες).
Η μαμά της Αμάντα αμέσως μετά την γέννηση της κόρης της την απέρριψε και την εγκατέλειψε συναισθηματικά. Η μαμά της Αμάντα, για να μπορέσει να την εγκαταλείψει, λόγω των ηθικών της ενδοιασμών, το έκανε με μανιακό τρόπο, τον οποίο η Αμάντα ενδοβάλει. Στην ενήλικη της ζωή η Αμάντα, όταν απορρίπτει κάτι το κάνει, τόσο με μανιακό τρόπο (αντιμετώπιση του ΄Τομ γιου’ ως πότη) όσο και με υπομανιακό (ομιλία στο τηλέφωνο στις συνδρομήτριες του περιοδικού – πώληση των βιβλίων του ‘Τομ γιου’).
Η ασυνείδητη συμφωνία η οποία αναπτύχθηκε μεταξύ της Αμάντας και της μαμάς της, όταν η μαμά της την εγκατέλειψε συναισθηματικά, έτσι ώστε η Αμάντα να λάβει φροντίδα και να επιβιώσει ήταν: <για να σε φροντίσω θα πρέπει (εσύ η Αμάντα) να είσαι, όπως εγώ (η μαμά) σε θέλω>.
Στην ενήλικη της ζωή η Αμάντα προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή, σε συναισθηματικό επίπεδο, την ενδοβλημένη της μαμά, προσφέροντας αγάπη και ενδιαφέρον με απόλυτο τρόπο, δηλαδή το κάνει όταν το άλλο άτομο είναι όπως αυτή το θέλει. Η αναπαραγωγή αυτού του σεναρίου είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο η ίδια συμπεριφέρεται στον ‘Τομ γιο’ και στην Λώρα, αφού απαιτεί από τα παιδιά της να είναι όπως αυτή τα θέλει, αναπαράγοντας με αυτόν τον τρόπο την συμφωνία την οποία έκανε με την δική της μάνα (βιώνει την ύπαρξη της μαμάς της με το να συμπεριφέρεται η ίδια σαν την μαμά της).
Υποχρεούμενη να είναι όπως η μαμάς της την ήθελε, η Αμάντα ανέπτυξε την ικανότητα να την χειρίζεται, ώστε να της αποδεικνύει, ότι είναι όπως την θέλει και με αυτόν τον τρόπο ανέπτυξε την ικανότητα να χειρίζεται και τους άλλους. Στην ενήλικη της ζωή χειρίζεται τα άτομα στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς, είτε σαγηνεύοντας με την εμφάνισή της (όπως δηλαδή εμφανίστηκε όταν ο Τζιμ τους επισκέφθηκε), είτε χρησιμοποιώντας πολύ καλά τον λόγο (φλερτ με αγόρια). Επίσης, χειρίζεται ακόμα και τα παιδιά της, στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς, έτσι ώστε να επιβιώσει (θέλει υστερόβουλα να παντρέψει την κόρη της, ώστε να εξασφαλιστεί η ίδια).
Η Αμάντα προσπαθεί να γαντζωθεί από τον μπαμπά της σαν εναλλακτικό πάροχο φροντίδας (υποκατάστατο μαμάς), αλλά αυτός είναι αμέτοχος, δηλαδή συναισθηματικά απών και άρα επαναλαμβάνει στην Αμάντα το σενάριο της μαμάς της.
Στο έργο, όταν ο ‘Τομ γιος’ καταστρέφει με το παλτό του τον γυάλινο κόσμο της Λώρα:
Στην πορεία της ζωής της, προσπαθεί απεγνωσμένα να έχει αποδοχή από όλα τα αντικείμενα, στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς (αγόρια).
Όμως, όταν νοιώθει αποδεκτή, η παρουσία της μαμάς απομακρύνεται (η ενδοβλημένη μαμά απορρίπτει πάντα και άρα, όταν η Αμάντα βιώνει αποδοχή δεν νοιώθει την παρουσία της μαμάς).
Οπότε, όταν νοιώθει αποδεκτή από τους άλλους, βιώνει την παρουσία της μαμάς με το να απορρίπτει εκείνη (το ενδιαφέρον των αγοριών), δηλαδή συμπεριφέρεται η ίδια σαν την μαμά της.
Πρακτικά, ενώ προσπαθούσε να κάνει συμβιωτικές σχέσεις (δεκαεπτά νεαροί), όπως προσπάθησε να κάνει με την μαμά της όταν γεννήθηκε, ασυνείδητα αναπαρήγαγε το συναισθηματικό σενάριο, το οποίο βίωσε με την μαμά της, με αποτέλεσμα όταν ένοιωθε αποδεκτή, εκφραζόταν εγωκεντρικά και απέρριπτε τους άλλους πονώντας τους, όπως την πόνεσε η μαμά της, όταν την απέρριψε.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης.
Χειρισμός για να επιβιώσει.
Ο πόνος του αρχέγονου τραύματός της, δημιουργήθηκε όταν η μητέρα της την απέρριψε ενδομήτρια ως ύπαρξη.
Εγκλωβισμός σε επώδυνες – απορριπτικές καταστάσεις, στις οποίες μπαίνει, για να επιβιώσει.
Μίσος προς τον εγκλωβιστή, είτε είναι πραγματικός, είτε τον βιώνει η ίδια ως πραγματικό, ενώ δεν είναι.
Απόγνωση όταν δεν υπάρχει η παρουσία της φροντίδας της μαμάς.
Επειδή ο πραγματικός μπαμπάς απετέλεσε αντικείμενο προβολής μαμάς και επανέλαβε το σενάριο της μαμάς, αφού ήταν απών, η αναπαραγωγή της σχέσης που είχε με τον πατέρα της με άλλους ανθρώπους, την οδηγεί άμεσα στην σχέση της με την μητέρα της, δηλαδή την οδηγεί στον πόνο της εξαπάτησης και της απόρριψης (αρχέγονο τραύμα).
Γεννήθηκε στην περιοχή Μπλου Μάουντεν, στο Δέλτα του Μισισιπή. Η οικογένειά της είχε νέγρους στην υπηρεσία τους και τις Κυριακές δεχόντουσαν επισκέψεις από πολλούς πλούσιους νεαρούς, οι οποίοι την επιθυμούσαν και έτσι η Αμάντα βίωνε αποδοχή.
Προτίμησε να παντρευτεί έναν άντρα, ο οποίος πάντα φρόντιζε την εμφάνισή του και δεν ήταν ποτέ ακατάστατος.
Της αρέσουν τα λουλούδια – νάρκισσοι.
Είναι νευρική και πιστεύει, ότι τα παιδιά της την μισούν, ιδιαίτερα ο ‘Τομ γιος’, τον οποίο θεωρεί εγωιστή.
Πουλάει τηλεφωνικά, χωρίς επιτυχία, συνδρομές του περιοδικού «Σύντροφος της νοικοκυράς», το οποίο απευθύνεται σε ηλικιωμένες γυναίκες των γραμμάτων.
Καυγαδίζει συνέχεια με τον ‘Τομ γιο’, γιατί δεν της αρέσει ο τρόπος ζωής του.
Προσπαθεί εναγωνίως να παντρέψει την Λώρα μ’ έναν καθωσπρέπει κύριο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και η ίδια και γι’ αυτό ζητάει επιτακτικά από τον ‘Τομ γιο’ να φέρει έναν φίλο του στο σπίτι.
Ξέρει ότι ο ‘Τομ γιος’ θέλει να φύγει στο Εμπορικό Ναυτικό, αλλά του το απαγορεύει αν δεν πάρει πρώτα κάποιος άλλος την θέση του.
Προκειμένου να υποδεχτεί τον καλεσμένο υποψήφιο γαμβρό της Λώρα, κάνει προετοιμασίες στο σπίτι.
Όταν μαθαίνει ότι ο υποψήφιος γαμβρός της Λώρα είναι δεσμευμένος, κατηγορεί τον ‘Τομ γιο’ ότι τον κάλεσε επίτηδες στο σπίτι τους.
Ψυχική Δομή:
Η Αμάντα έχει βιώσει απόρριψη από την κοιλιά της μαμάς της, διότι η μαμά της δεν ήθελε την κύηση. Στην ενήλικη της ζωή, κάθε φορά κατά την οποία παλινδρομεί, πηγαίνει στην μαμά της για να πάρει φροντίδα, όμως η μαμά του σήμερα (αντικείμενο προβολής της ενδοβλημένης μαμάς) συμπεριφέρεται όπως η πραγματική μαμά του τότε και την απορρίπτει (πελάτισσες – σύζυγος – ‘Τομ γιος’ – Τζιμ).
Με κέντρο την ίδια ως έμβρυο, η μαμά της, της υποσχέθηκε μία αποδεκτική μήτρα και όταν η μαμά/μήτρα την απέρριψε, η Αμάντα βίωσε εξαπάτηση. Στην ενήλική της ζωή η εξαπάτηση από την μαμά/μήτρα έχει σαν αποτέλεσμα να νιώθει εξαπατημένη από όσους κάνει προβολή καλής μαμάς (σύζυγος – ‘Τομ γιος’ – Τζιμ), είτε γιατί την εξαπατούν πραγματικά (σύζυγος), είτε γιατί η ίδια με την στάση της τους οδηγεί να την εξαπατήσουν (‘Τομ γιος’ - Τζιμ), είτε γιατί φαντάζεται ότι την εξαπατούν, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εξαπάτηση (πελάτισσες).
Η μαμά της Αμάντα αμέσως μετά την γέννηση της κόρης της την απέρριψε και την εγκατέλειψε συναισθηματικά. Η μαμά της Αμάντα, για να μπορέσει να την εγκαταλείψει, λόγω των ηθικών της ενδοιασμών, το έκανε με μανιακό τρόπο, τον οποίο η Αμάντα ενδοβάλει. Στην ενήλικη της ζωή η Αμάντα, όταν απορρίπτει κάτι το κάνει, τόσο με μανιακό τρόπο (αντιμετώπιση του ΄Τομ γιου’ ως πότη) όσο και με υπομανιακό (ομιλία στο τηλέφωνο στις συνδρομήτριες του περιοδικού – πώληση των βιβλίων του ‘Τομ γιου’).
Η ασυνείδητη συμφωνία η οποία αναπτύχθηκε μεταξύ της Αμάντας και της μαμάς της, όταν η μαμά της την εγκατέλειψε συναισθηματικά, έτσι ώστε η Αμάντα να λάβει φροντίδα και να επιβιώσει ήταν: <για να σε φροντίσω θα πρέπει (εσύ η Αμάντα) να είσαι, όπως εγώ (η μαμά) σε θέλω>.
Στην ενήλικη της ζωή η Αμάντα προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή, σε συναισθηματικό επίπεδο, την ενδοβλημένη της μαμά, προσφέροντας αγάπη και ενδιαφέρον με απόλυτο τρόπο, δηλαδή το κάνει όταν το άλλο άτομο είναι όπως αυτή το θέλει. Η αναπαραγωγή αυτού του σεναρίου είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο η ίδια συμπεριφέρεται στον ‘Τομ γιο’ και στην Λώρα, αφού απαιτεί από τα παιδιά της να είναι όπως αυτή τα θέλει, αναπαράγοντας με αυτόν τον τρόπο την συμφωνία την οποία έκανε με την δική της μάνα (βιώνει την ύπαρξη της μαμάς της με το να συμπεριφέρεται η ίδια σαν την μαμά της).
Υποχρεούμενη να είναι όπως η μαμάς της την ήθελε, η Αμάντα ανέπτυξε την ικανότητα να την χειρίζεται, ώστε να της αποδεικνύει, ότι είναι όπως την θέλει και με αυτόν τον τρόπο ανέπτυξε την ικανότητα να χειρίζεται και τους άλλους. Στην ενήλικη της ζωή χειρίζεται τα άτομα στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς, είτε σαγηνεύοντας με την εμφάνισή της (όπως δηλαδή εμφανίστηκε όταν ο Τζιμ τους επισκέφθηκε), είτε χρησιμοποιώντας πολύ καλά τον λόγο (φλερτ με αγόρια). Επίσης, χειρίζεται ακόμα και τα παιδιά της, στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς, έτσι ώστε να επιβιώσει (θέλει υστερόβουλα να παντρέψει την κόρη της, ώστε να εξασφαλιστεί η ίδια).
Η Αμάντα προσπαθεί να γαντζωθεί από τον μπαμπά της σαν εναλλακτικό πάροχο φροντίδας (υποκατάστατο μαμάς), αλλά αυτός είναι αμέτοχος, δηλαδή συναισθηματικά απών και άρα επαναλαμβάνει στην Αμάντα το σενάριο της μαμάς της.
Στο έργο, όταν ο ‘Τομ γιος’ καταστρέφει με το παλτό του τον γυάλινο κόσμο της Λώρα:
- Αναπαράγει την μαμά της Αμάντα, η οποία καταστρέφει συναισθηματικά την Αμάντα,
- Η Λώρα αναπαράγει την Αμάντα σαν παιδί, και
- Η Αμάντα αναπαράγει τον δικό της πατέρα, ο οποίος βρίσκεται στον κόσμο του (απών, χωρίς συναισθηματική πνοή).
Στην πορεία της ζωής της, προσπαθεί απεγνωσμένα να έχει αποδοχή από όλα τα αντικείμενα, στα οποία κάνει προβολή καλής μαμάς (αγόρια).
Όμως, όταν νοιώθει αποδεκτή, η παρουσία της μαμάς απομακρύνεται (η ενδοβλημένη μαμά απορρίπτει πάντα και άρα, όταν η Αμάντα βιώνει αποδοχή δεν νοιώθει την παρουσία της μαμάς).
Οπότε, όταν νοιώθει αποδεκτή από τους άλλους, βιώνει την παρουσία της μαμάς με το να απορρίπτει εκείνη (το ενδιαφέρον των αγοριών), δηλαδή συμπεριφέρεται η ίδια σαν την μαμά της.
Πρακτικά, ενώ προσπαθούσε να κάνει συμβιωτικές σχέσεις (δεκαεπτά νεαροί), όπως προσπάθησε να κάνει με την μαμά της όταν γεννήθηκε, ασυνείδητα αναπαρήγαγε το συναισθηματικό σενάριο, το οποίο βίωσε με την μαμά της, με αποτέλεσμα όταν ένοιωθε αποδεκτή, εκφραζόταν εγωκεντρικά και απέρριπτε τους άλλους πονώντας τους, όπως την πόνεσε η μαμά της, όταν την απέρριψε.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης.
Χειρισμός για να επιβιώσει.
Ο πόνος του αρχέγονου τραύματός της, δημιουργήθηκε όταν η μητέρα της την απέρριψε ενδομήτρια ως ύπαρξη.
Εγκλωβισμός σε επώδυνες – απορριπτικές καταστάσεις, στις οποίες μπαίνει, για να επιβιώσει.
Μίσος προς τον εγκλωβιστή, είτε είναι πραγματικός, είτε τον βιώνει η ίδια ως πραγματικό, ενώ δεν είναι.
Απόγνωση όταν δεν υπάρχει η παρουσία της φροντίδας της μαμάς.
Επειδή ο πραγματικός μπαμπάς απετέλεσε αντικείμενο προβολής μαμάς και επανέλαβε το σενάριο της μαμάς, αφού ήταν απών, η αναπαραγωγή της σχέσης που είχε με τον πατέρα της με άλλους ανθρώπους, την οδηγεί άμεσα στην σχέση της με την μητέρα της, δηλαδή την οδηγεί στον πόνο της εξαπάτησης και της απόρριψης (αρχέγονο τραύμα).
Λώρα
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Γουίνγκφιλντ. Πρόκειται σύντομα να γίνει 24 ετών.
Έχει αναπηρία (το ένα της πόδι είναι κοντύτερο από το άλλο.
Πρόκειται σύντομα να γίνει 24 ετών.
Ζει σ΄ έναν δικό της κόσμο και αυτό την κάνει να φαίνεται αλλόκοτη.
Όλος ο κόσμος της είναι μία συλλογή από παμπάλαιους δίσκους γραμμόφωνου, η επετηρίδα του Λυκείου της και μια συλλογή από γυάλινα ζωάκια (το γυάλινο θηριοτροφείο της).
Είναι ένα πολύ δειλό και ντροπαλό κορίτσι.
Προσπαθεί να κρατάει ισορροπίες στους καυγάδες του ‘Τομ γιου’ και της Αμάντα. Αυτή της η προσπάθεια θα έχει κόστος την γυάλινη συλλογή της.
Παράτησε κρυφά τις σπουδές της στην εμπορική σχολή γραμματέων του Ρούμπικαμ και έκανε βόλτες στο Μουσείο Τέχνης, στον Ζωολογικό κήπο και σε ένα γυάλινο θερμοκήπιο.
Είναι ακόμα ερωτευμένη μ’ έναν συμμαθητή της από το Λύκειο, τον Τζιμ, ο οποίος την αποκαλούσε «Γαλάζιο Ρόδο».
Όταν ο Τζιμ έρχεται στο σπίτι τους ως υποψήφιος γαμβρός, αυτή πανικοβάλλεται και προφασίζεται ότι είναι άρρωστη.
Πριν φύγει ο Τζιμ από το σπίτι, του χαρίζει για ενθύμιο το πιο αγαπημένο της ζωάκι, έναν μονόκερο.
Ψυχική Δομή:
Επειδή ο συγγραφέας διασαφηνίζει, ότι η Λώρα είχε μια παιδική αρρώστια και δεν είναι εκ γενετής ανάπηρη, η αναπηρία της στην ψυχοθετρολογική ανάλυση θα εκληφθεί ως μια εξωτερική κατάσταση, δηλαδή ότι συνέβη μετά τα έξι της χρόνια και όχι σαν ενδοβλημένη συνθήκη (σχόλιο: και ανάπηρη να μην ήταν, θα έβρισκε κάτι άλλο για να ακολουθήσει την ίδια πορεία ζωής, μιας και το τραύμα της είναι ενδομήτριο).
Η μαμά και ο μπαμπάς της Λώρα γνωρίζονται και ερωτεύονται δυνατά.
Οι φράσεις της Αμάντα «ο άντρας προτείνει και η γυναίκα αποδέχεται την πρόταση» και «Δεν παντρεύτηκα καλλιεργητή! (…) Παντρεύτηκα (...) Εκείνον τον τζέντλεμαν, που χαμογελάει λεβέντικα εκεί πέρα!», φανερώνουν την ισχύ του έρωτα τους.
Αρχικά ο γάμος ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους για μία ευτυχισμένη ζωή.
Σε αυτήν την φάση του γάμου τους, η δυναμική της σχέσης τους ήταν: εγώ θα είμαι παιδί και εσύ θα είσαι η καλή μου μαμά και θα με φροντίζεις· θα είσαι ο καλός μου μπαμπάς και θα με στηρίζεις (δηλαδή ο καθένας επιθυμούσε να παραμένει παιδί και να τον φροντίζει/στηρίζει ο άλλος).
Οι ρόλοι, όπως σε κάθε σχέση, παιζόντουσαν αμφίδρομα.
Η δυναμική λειτουργούσε, όσο δεν υπήρχαν εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι θα την κλόνιζαν και έτσι οι γονείς της Λώρα ζούσαν σε έναν δικό τους υπέροχο μικρόκοσμο.
Η εγκυμοσύνη της Αμάντα στην Λώρα φέρνει τους γονείς της Λώρα μπροστά στις ευθύνες ενός γονιού, τις οποίες δεν ήθελαν να αναλάβουν.
Ως εκ τούτου, οι γονείς της Λώρα ένιωσαν ότι η ύπαρξη της (Λώρα) κατέστρεψε τον υπέροχο μικρόκοσμο τους, ο οποίος παρέμενε μόνο μία ανάμνηση.
Η ενδοβολή από την Λώρα της ανάμνησης του υπέροχου μικρόκοσμου των γονιών της, την οδήγησε στο να δημιουργήσει τον δικό της ψεύτικο κόσμο, ώστε να ζει εντός του και να μην πονάει από την σκληρότητα του πραγματικού κόσμου.
Όταν η Αμάντα έμεινε έγκυος στην Λώρα, λειτούργησε το σχίσμα και για τους δύο γονείς της Λώρα. Οι γονείς της, για να μην καταστρέψουν την εικόνα, που είχαν ο ένας για τον άλλον (προβολή, καλής μαμάς – καλού μπαμπά), μετέθεσαν την προβολή κακού γονιού από τον σύντροφο στην Λώρα, δηλαδή ένοιωθαν ότι η Λώρα έφταιγε που δεν ήταν ευτυχισμένοι.
Η προβολή κακού γονιού από τους δύο γονείς της, όταν η Λώρα ήταν έμβρυο, δημιούργησε ενδομήτριο τραύμα στη Λώρα.
Αυτό το ενδομήτριο τραύμα έχει ως αποτέλεσμα, η Λώρα στην ενήλικη της ζωή:
Σε συνειδητό επίπεδο φοβάται την απόρριψη του πραγματικού κόσμου και φέρνει σαν δικαιολογία την κατάσταση της, ώστε να μην είναι σε επαφή μαζί του.
Επιλέγει τον ρόλο του θύματος, ο οποίος την εξυπηρετεί να αποσύρεται από τον πραγματικό κόσμο και να παραμένει στον δικό της ψεύτικο.
Η Λώρα προσπαθεί ασυνείδητα να νοιώθει διαρκώς την παρουσία των γονιών του τότε, οι οποίοι βιώνονται όταν νοιώθει απόρριψη και εγκλωβισμό. Οπότε, με τις δράσεις της, ασυνείδητα, προσπαθεί να επαναλάβει το συναισθηματικό της σενάριο, δηλαδή να παραμείνει εγκλωβισμένη στον απορριπτικό κόσμο του σπιτιού της οικογένειας, ώστε να έχει δικαιολογία, για να παραμένει στον φανταστικό της κόσμο (ο Τζιμ της μιλάει με αποδοχή και αυτή υπερτονίζει τα ελαττώματά της).
Όταν η Αμάντα της προσφέρει σπουδές στην εμπορική σχολή γραμματέων, απ’ όπου θα μπορούσε να βγάλει χρήματα και να διαφύγει από τον παρανοϊκό απορριπτικό κόσμο της οικογένειας, αυτή αποφασίζει να διακόψει τις σπουδές και να παραμείνει εγκλωβισμένη στον δικό της παρανοϊκό κόσμο. Αναλόγως και για ασήμαντη αφορμή, άφησε το σχολείο, το οποίο, εάν ολοκλήρωνε, θα της έδινε τα εφόδια για μια ανοδική εξέλιξη.
Η σωματική της αναπηρία δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να της απαγορεύει να εργαστεί και να επιβιώσει με αυτάρκεια. Ίσως να μην είχε την πλέον ιδανική ζωή εξαιτίας της αναπηρίας, αλλά δεν θα ζούσε στον απορριπτικό – εγκλωβιστικό κόσμο της οικογένειας, ούτε στον δικό της παρανοϊκό κόσμο.
Ο ρόλος της Λώρα είναι ένα φάντασμα, το οποίο περιφέρεται προσπαθώντας να διατηρήσει τις συνθήκες, που θα το κρατήσουν στον παρανοϊκό του κόσμο.
Σαν φάντασμα κατευνάζει την δυναμική μεταξύ της μαμάς και του ‘Τομ γιου’, έτσι ώστε όλα στο σπίτι να είναι νεκρικά ήσυχα.
Όμως, η απόρριψη έρχεται πάντα (επανάληψη του σεναρίου της) ακόμη και όταν κινείται σαν φάντασμα/θύμα και βιώνει την καταστροφή του γυάλινου της κόσμου από τον ‘Τομ γιο’, ενώ βρίσκεται σε αυτόν τον ρόλο.
Ακόμη κι όταν κάποιος την προτρέπει, έστω και πλαστά, να βγει από τον κόσμο της, ασυνείδητα δημιουργεί συνθήκη παραμονής σε αυτόν: όταν ο Τζιμ χορεύει μαζί της, ασυνείδητα αυτή φροντίζει να σπάσει ο μονόκερός της, με αποτέλεσμα να παραμείνει στον κόσμο της.
Κάνοντας μία παρακινδυνευμένη υπόθεση, με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν για την Λώρα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Λώρα, μετά την αναχώρηση του ‘Τομ γιου’ αυτοκτόνησε, ώστε να λυτρωθεί από τα δεινά του πραγματικού κόσμου. Ακόμη χειρότερα, κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι βούλιαξε στον τάφο της κατάθλιψης και δεν βγήκε ποτέ από αυτόν. Μια δεύτερη υπόθεση είναι ότι και ο πατέρας της αυτοκτόνησε, αφού στην κάρτα που έστειλε είχε τον οριστικό αποχαιρετισμό “Γεια σας - Αντίο σας!”.
Στην τελευταία σκηνή του έργου, η Λώρα, που σβήνει τα κεριά, δεν είναι η πραγματική· δεν είναι αυτή που άφησε πίσω του ο ‘Τομ γιος’. Είναι η ενδοβλημένη Λώρα του ‘Τομ αφηγητή’.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης.
Απόσυρση και δημιουργία φανταστικού κόσμου για να επιβιώσει.
Εγκλωβισμός σε απορριπτικά περιβάλλοντα, στα οποία πρέπει να υπάρξει για να επιβιώσει.
Μίσος και αγάπη προς τον εγκλωβιστή: μίσος γιατί δεν της επιτρέπει να ζήσει στον πραγματικό κόσμο και αγάπη για τον ίδιο λόγο, δηλαδή την προστατεύει από την απόρριψη.
Ο πόνος του αρχέγονου τραύματος της δημιουργήθηκε όταν η μαμά της, άμεσα και ο μπαμπάς της, έμμεσα, την απορρίπτουν ως ύπαρξη όταν ήταν έμβρυο.
Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Γουίνγκφιλντ. Πρόκειται σύντομα να γίνει 24 ετών.
Έχει αναπηρία (το ένα της πόδι είναι κοντύτερο από το άλλο.
Πρόκειται σύντομα να γίνει 24 ετών.
Ζει σ΄ έναν δικό της κόσμο και αυτό την κάνει να φαίνεται αλλόκοτη.
Όλος ο κόσμος της είναι μία συλλογή από παμπάλαιους δίσκους γραμμόφωνου, η επετηρίδα του Λυκείου της και μια συλλογή από γυάλινα ζωάκια (το γυάλινο θηριοτροφείο της).
Είναι ένα πολύ δειλό και ντροπαλό κορίτσι.
Προσπαθεί να κρατάει ισορροπίες στους καυγάδες του ‘Τομ γιου’ και της Αμάντα. Αυτή της η προσπάθεια θα έχει κόστος την γυάλινη συλλογή της.
Παράτησε κρυφά τις σπουδές της στην εμπορική σχολή γραμματέων του Ρούμπικαμ και έκανε βόλτες στο Μουσείο Τέχνης, στον Ζωολογικό κήπο και σε ένα γυάλινο θερμοκήπιο.
Είναι ακόμα ερωτευμένη μ’ έναν συμμαθητή της από το Λύκειο, τον Τζιμ, ο οποίος την αποκαλούσε «Γαλάζιο Ρόδο».
Όταν ο Τζιμ έρχεται στο σπίτι τους ως υποψήφιος γαμβρός, αυτή πανικοβάλλεται και προφασίζεται ότι είναι άρρωστη.
Πριν φύγει ο Τζιμ από το σπίτι, του χαρίζει για ενθύμιο το πιο αγαπημένο της ζωάκι, έναν μονόκερο.
Ψυχική Δομή:
Επειδή ο συγγραφέας διασαφηνίζει, ότι η Λώρα είχε μια παιδική αρρώστια και δεν είναι εκ γενετής ανάπηρη, η αναπηρία της στην ψυχοθετρολογική ανάλυση θα εκληφθεί ως μια εξωτερική κατάσταση, δηλαδή ότι συνέβη μετά τα έξι της χρόνια και όχι σαν ενδοβλημένη συνθήκη (σχόλιο: και ανάπηρη να μην ήταν, θα έβρισκε κάτι άλλο για να ακολουθήσει την ίδια πορεία ζωής, μιας και το τραύμα της είναι ενδομήτριο).
Η μαμά και ο μπαμπάς της Λώρα γνωρίζονται και ερωτεύονται δυνατά.
Οι φράσεις της Αμάντα «ο άντρας προτείνει και η γυναίκα αποδέχεται την πρόταση» και «Δεν παντρεύτηκα καλλιεργητή! (…) Παντρεύτηκα (...) Εκείνον τον τζέντλεμαν, που χαμογελάει λεβέντικα εκεί πέρα!», φανερώνουν την ισχύ του έρωτα τους.
Αρχικά ο γάμος ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους για μία ευτυχισμένη ζωή.
Σε αυτήν την φάση του γάμου τους, η δυναμική της σχέσης τους ήταν: εγώ θα είμαι παιδί και εσύ θα είσαι η καλή μου μαμά και θα με φροντίζεις· θα είσαι ο καλός μου μπαμπάς και θα με στηρίζεις (δηλαδή ο καθένας επιθυμούσε να παραμένει παιδί και να τον φροντίζει/στηρίζει ο άλλος).
Οι ρόλοι, όπως σε κάθε σχέση, παιζόντουσαν αμφίδρομα.
Η δυναμική λειτουργούσε, όσο δεν υπήρχαν εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι θα την κλόνιζαν και έτσι οι γονείς της Λώρα ζούσαν σε έναν δικό τους υπέροχο μικρόκοσμο.
Η εγκυμοσύνη της Αμάντα στην Λώρα φέρνει τους γονείς της Λώρα μπροστά στις ευθύνες ενός γονιού, τις οποίες δεν ήθελαν να αναλάβουν.
Ως εκ τούτου, οι γονείς της Λώρα ένιωσαν ότι η ύπαρξη της (Λώρα) κατέστρεψε τον υπέροχο μικρόκοσμο τους, ο οποίος παρέμενε μόνο μία ανάμνηση.
Η ενδοβολή από την Λώρα της ανάμνησης του υπέροχου μικρόκοσμου των γονιών της, την οδήγησε στο να δημιουργήσει τον δικό της ψεύτικο κόσμο, ώστε να ζει εντός του και να μην πονάει από την σκληρότητα του πραγματικού κόσμου.
Όταν η Αμάντα έμεινε έγκυος στην Λώρα, λειτούργησε το σχίσμα και για τους δύο γονείς της Λώρα. Οι γονείς της, για να μην καταστρέψουν την εικόνα, που είχαν ο ένας για τον άλλον (προβολή, καλής μαμάς – καλού μπαμπά), μετέθεσαν την προβολή κακού γονιού από τον σύντροφο στην Λώρα, δηλαδή ένοιωθαν ότι η Λώρα έφταιγε που δεν ήταν ευτυχισμένοι.
Η προβολή κακού γονιού από τους δύο γονείς της, όταν η Λώρα ήταν έμβρυο, δημιούργησε ενδομήτριο τραύμα στη Λώρα.
Αυτό το ενδομήτριο τραύμα έχει ως αποτέλεσμα, η Λώρα στην ενήλικη της ζωή:
- να μην είναι ευτυχισμένη πουθενά στον πραγματικό κόσμο, όπως οι ενδοβλημένοι γονείς δεν ήταν πλέον ευτυχισμένοι στον γάμο τους, λόγω της ύπαρξης της Λώρα
- να νοιώθει πάντα και παντού απόρριψη
- να βιώνει παντού εγκλωβισμό
- να νοιώθει διαρκώς ότι είναι ανεπιθύμητη
- να έχει δημιουργήσει τον δικό της ψεύτικο κόσμο μέσα στον οποίο νοιώθει ευτυχισμένη
Σε συνειδητό επίπεδο φοβάται την απόρριψη του πραγματικού κόσμου και φέρνει σαν δικαιολογία την κατάσταση της, ώστε να μην είναι σε επαφή μαζί του.
Επιλέγει τον ρόλο του θύματος, ο οποίος την εξυπηρετεί να αποσύρεται από τον πραγματικό κόσμο και να παραμένει στον δικό της ψεύτικο.
Η Λώρα προσπαθεί ασυνείδητα να νοιώθει διαρκώς την παρουσία των γονιών του τότε, οι οποίοι βιώνονται όταν νοιώθει απόρριψη και εγκλωβισμό. Οπότε, με τις δράσεις της, ασυνείδητα, προσπαθεί να επαναλάβει το συναισθηματικό της σενάριο, δηλαδή να παραμείνει εγκλωβισμένη στον απορριπτικό κόσμο του σπιτιού της οικογένειας, ώστε να έχει δικαιολογία, για να παραμένει στον φανταστικό της κόσμο (ο Τζιμ της μιλάει με αποδοχή και αυτή υπερτονίζει τα ελαττώματά της).
Όταν η Αμάντα της προσφέρει σπουδές στην εμπορική σχολή γραμματέων, απ’ όπου θα μπορούσε να βγάλει χρήματα και να διαφύγει από τον παρανοϊκό απορριπτικό κόσμο της οικογένειας, αυτή αποφασίζει να διακόψει τις σπουδές και να παραμείνει εγκλωβισμένη στον δικό της παρανοϊκό κόσμο. Αναλόγως και για ασήμαντη αφορμή, άφησε το σχολείο, το οποίο, εάν ολοκλήρωνε, θα της έδινε τα εφόδια για μια ανοδική εξέλιξη.
Η σωματική της αναπηρία δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να της απαγορεύει να εργαστεί και να επιβιώσει με αυτάρκεια. Ίσως να μην είχε την πλέον ιδανική ζωή εξαιτίας της αναπηρίας, αλλά δεν θα ζούσε στον απορριπτικό – εγκλωβιστικό κόσμο της οικογένειας, ούτε στον δικό της παρανοϊκό κόσμο.
Ο ρόλος της Λώρα είναι ένα φάντασμα, το οποίο περιφέρεται προσπαθώντας να διατηρήσει τις συνθήκες, που θα το κρατήσουν στον παρανοϊκό του κόσμο.
Σαν φάντασμα κατευνάζει την δυναμική μεταξύ της μαμάς και του ‘Τομ γιου’, έτσι ώστε όλα στο σπίτι να είναι νεκρικά ήσυχα.
Όμως, η απόρριψη έρχεται πάντα (επανάληψη του σεναρίου της) ακόμη και όταν κινείται σαν φάντασμα/θύμα και βιώνει την καταστροφή του γυάλινου της κόσμου από τον ‘Τομ γιο’, ενώ βρίσκεται σε αυτόν τον ρόλο.
Ακόμη κι όταν κάποιος την προτρέπει, έστω και πλαστά, να βγει από τον κόσμο της, ασυνείδητα δημιουργεί συνθήκη παραμονής σε αυτόν: όταν ο Τζιμ χορεύει μαζί της, ασυνείδητα αυτή φροντίζει να σπάσει ο μονόκερός της, με αποτέλεσμα να παραμείνει στον κόσμο της.
Κάνοντας μία παρακινδυνευμένη υπόθεση, με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν για την Λώρα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Λώρα, μετά την αναχώρηση του ‘Τομ γιου’ αυτοκτόνησε, ώστε να λυτρωθεί από τα δεινά του πραγματικού κόσμου. Ακόμη χειρότερα, κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι βούλιαξε στον τάφο της κατάθλιψης και δεν βγήκε ποτέ από αυτόν. Μια δεύτερη υπόθεση είναι ότι και ο πατέρας της αυτοκτόνησε, αφού στην κάρτα που έστειλε είχε τον οριστικό αποχαιρετισμό “Γεια σας - Αντίο σας!”.
Στην τελευταία σκηνή του έργου, η Λώρα, που σβήνει τα κεριά, δεν είναι η πραγματική· δεν είναι αυτή που άφησε πίσω του ο ‘Τομ γιος’. Είναι η ενδοβλημένη Λώρα του ‘Τομ αφηγητή’.
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος θανάτου λόγω απόρριψης.
Απόσυρση και δημιουργία φανταστικού κόσμου για να επιβιώσει.
Εγκλωβισμός σε απορριπτικά περιβάλλοντα, στα οποία πρέπει να υπάρξει για να επιβιώσει.
Μίσος και αγάπη προς τον εγκλωβιστή: μίσος γιατί δεν της επιτρέπει να ζήσει στον πραγματικό κόσμο και αγάπη για τον ίδιο λόγο, δηλαδή την προστατεύει από την απόρριψη.
Ο πόνος του αρχέγονου τραύματος της δημιουργήθηκε όταν η μαμά της, άμεσα και ο μπαμπάς της, έμμεσα, την απορρίπτουν ως ύπαρξη όταν ήταν έμβρυο.
'Τομ γιος'
Αντικειμενικά Στοιχεία:
Είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας, δύο χρόνια μικρότερος από την αδερφή του Λώρα.
Είναι περίπου 21-22 ετών (αφού η Λώρα πρόκειται να γίνει 24).
Ο Τομ, αναφέρει ότι ο πατέρας του “λείπει τώρα 16 χρόνια”, οπότε πρέπει να ήταν περίπου 5-6 ετών, όταν ο πατέρας του, τους εγκατέλειψε όλους και έφυγε από το σπίτι.
Οι εντάσεις μέσα στο σπίτι, μεταξύ της Αμάντα και του ‘Τομ γιου’, είναι δυνατές. Κάθε φορά που υπάρχει ένταση, ο Τομ φεύγει με την επιθυμία να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Εργάζεται στο παράρτημα παπουτσιών μιας αποθήκης εμπορευμάτων, με μισθό εξήντα πέντε δολάρια τον μήνα (λίγα για την εποχή).
Κάθε βράδυ, κατά τα μεσάνυκτα, φεύγει από το σπίτι, λέγοντας ότι πηγαίνει στον κινηματογράφο. Επιστρέφει το πρωί, κοιμάται δύο με τρεις ώρες και ύστερα πηγαίνει στην δουλειά.
Καπνίζει και πίνει πολύ.
Επίσης, διαβάζει πολύ.
Η Αμάντα, όμως, επέστρεψε πίσω στη βιβλιοθήκη ένα από τα βιβλία του, που εκείνη θεώρησε ότι ήταν ανήθικο.
Στην δουλειά αποτραβιέται σ’ ένα δωματιάκι και γράφει ποιήματα.
Ο Τζιμ τον αποκαλεί “Σαίξπηρ” και του συμπεριφέρεται με τον καλύτερο τρόπο. Η σχέση των ηρώων είναι συναισθηματικά στενή, μόνο στα πλαίσια της δουλειάς και δεν έχουν καμία επαφή έξω από αυτή, αφού δεν γνωρίζουν (στην αρχή του έργου) πολύ βασικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλο (ο Τζιμ δεν γνωρίζει, ότι ο Τομ έχει αδελφή και ο Τομ δεν γνωρίζει, ότι ο Τζιμ είναι αρραβωνιασμένος). Το ότι πήγαιναν στο ίδιο Λύκειο, τους ένωνε ψυχικά μόνο στην δουλειά.
Ο ‘Τομ γιος’ ανησυχεί για την πορεία της ζωής της Λώρα.
Φέρνει τον Τζιμ στο σπίτι με σκοπό να αποκαταστήσει την Λώρα, όπως τον πιέζει η Αμάντα, όμως ταυτόχρονα έχει βγάλει εισιτήριο με στόχο να μπαρκάρει.
Τελικά φεύγει από το σπίτι, μπαρκάρει και εγκαταλείπει τις δύο γυναίκες.
Ψυχική Δομή:
Η Αμάντα έμεινε έγκυος στον Τομ, ενώ ήταν ήδη απογοητευμένη από τον γάμο της, αφού ένοιωθε εγκλωβισμένη σε έναν γάμο, που δεν ήθελε.
Η παρουσία του πρώτου παιδιού (Λώρα) την είχε προσγειώσει απότομα.
Η μαμά του (Αμάντα) επέλεξε, ασυνείδητα, τον σύζυγό της (πατέρας Τομ), για να αναβιώσει την σχέση της με τη μητέρα της (συναισθηματική εγκατάλειψη). Επειδή η Αμάντα είχε κάνει προβολή μαμάς στον σύζυγό της, μετέθεσε σε αυτόν το μίσος που ένιωθε για την ενδοβλημένη της μαμά. Στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της στον Τομ, μετέθεσε ξανά όλο αυτό το μίσος στο έμβρυο, γιατί η ύπαρξή του επισφράγισε/οριστικοποίησε τον εγκλωβισμό της σε μία κατάσταση (γάμος / σχέση με τη μητέρα της), που δεν ήθελε και δεν άντεχε.
Οπότε, ο ‘Τομ γιος’ ενδοβάλει μία μαμά εγκλωβισμένη σ΄ έναν γάμο, που δε θέλει και ως εκ τούτου είναι δυστυχισμένη.
Στην ενήλική του ζωή, βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς με το να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε καταστάσεις, στις οποίες:
Ταυτόχρονα, υποτάσσεται στις επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις της μητέρας του, όταν παίρνει φροντίδα μέσα από το φαγητό («Μη σπρώχνεις το φαγητό με τα δάχτυλα / μάσα-μάσα / να τρως το φαγητό αβίαστα, γιε μου, και να το ευχαριστιέσαι»).
Ο πατέρας του ήταν απών, τόσο συναισθηματικά όσο και πραγματικά, αφού τους εγκατέλειψε. Στην ενήλική του ζωή, όταν θέλει να στηριχτεί σε κάποιον, για να απεγκλωβιστεί από οτιδήποτε βιώνει ως εγκλωβιστικό, επιλέγει άτομα που θα τον προδώσουν, με αποτέλεσμα να παραμένει εγκλωβισμένος. Επιλέγει να φέρει τον Τζιμ στο σπίτι, για να του εναποθέσει την φροντίδα των δύο γυναικών και να φύγει αμέριμνος, όπως έχει ήδη προαποφασίσει. Όμως, ο Τζιμ τον προδίδει (τον εγκαταλείπει), αφού είναι ήδη αρραβωνιασμένος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν ο Τομ στο τέλος αποδρά από την οικογένειά του, να παραμένει εγκλωβισμένος, αφού κουβαλάει μαζί του την δυστυχία της Λώρα.
Λόγω αυτού, ο Τομ δε θα μπορούσε ποτέ να στείλει μια κάρτα οριστικού αποχαιρετισμού, όπως έκανε ο πατέρας του (“Γεια σας – Αντίο σας!”).
Ο ‘Τομ γιος’, καθώς εγκαταλείπει τις δύο γυναίκες, προσπαθεί απεγνωσμένα να δηλώσει, τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς όλους “και έτσι αντίο” (όπως γράφει η λεζάντα που προβάλλεται στη σκηνή). Όμως, μετά την ενηλικίωση του, ως ‘Τομ αφηγητής’, γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν πρόκειται ποτέ να απεγκλωβιστεί, παρά μόνο με τον θάνατο. Γι’ αυτό, όπως αναλύεται στον ‘Τομ αφηγητή’, προτρέπει τη Λώρα να σβήσει τα κεριά και στη συνέχεια αποχαιρετά τα πάντα με τη φράση της λεζάντας “και έτσι αντίο”.
Η στάση και των δύο γονιών του, σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους προς τα παιδιά τους, ήταν πλήρως ανεύθυνη, γιατί βίωναν ότι καταστρεφόντουσαν μέσα στον γάμο τους. Η εγκυμοσύνη του Τομ ήταν άλλη μία πλήρως ανεύθυνη πράξη, αφού είχαν ήδη προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γάμου τους από την ύπαρξη της Λώρα. Ο Τομ ενδοβάλει τους γονείς του και έτσι στην ενήλική του ζωή κρατάει μία πλήρως ανεύθυνη στάση σε σχέση με τις ενήλικες υποχρεώσεις του (υγεία – δουλειά – πληρωμή λογαριασμού ηλεκτρικού). Φτάνει ακόμα και στο σημείο να γίνει αυτοκαταστροφικός (κινδυνεύει να αρρωστήσει από τις καταχρήσεις – κινδυνεύει να απολυθεί λόγω της απόσυρσης του στο δωματιάκι, για να γράψει).
Η ενήλικη ευθύνη τον συνθλίβει, όπως και τους γονείς του. Γι’ αυτό η ενήλικη υπεύθυνη στάση του ‘Τομ αφηγητή’ αποκτήθηκε μέσα από επώδυνα βιώματα.
Η εγκατάλειψη των δύο γυναικών είναι μια κίνηση διαφυγής προς την παράνοια, η οποία αντί να τον οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή (σχιζοφρένεια), τον οδήγησε, μέσα από πολλά επώδυνα βιώματα, στην συνειδητότητα.
Αντί να βιώσει την περιπέτεια μέσα από την φαντασία του κινηματογράφου ή της τρέλας («Πάω στον κινηματογράφο, γιατί μου αρέσει η περιπέτεια. Στην δουλειά μου δεν έχω πολλή περιπέτεια, κι έτσι πάω στον κινηματογράφο»), δραπετεύει στην επώδυνη ατραπό της πραγματικής πραγματικότητας, όπου βιώνει διαρκώς την επανάληψη του συναισθηματικού του σεναρίου. Μια πρώτη ένδειξη αυτής της πορείας του Τομ ήταν η παραγωγική του ενασχόληση με την ποίηση.
Συναισθηματικά ο ‘Τομ γιος’ δεν μπορεί να εγκαταλείψει την Λώρα, όπως ο πατέρας του, γιατί όπως φαίνεται στο τέλος του έργου, την αγαπάει και την φέρει διαρκώς μέσα του. Όταν μιλάει στον Τζιμ, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ικανός να την εγκαταλείψει, για να έχει ψυχικό άλλοθι να το κάνει και αναφέρει: «είμαι σαν τον πατέρα μου. Μπάσταρδος γιος ενός μπάσταρδου! Βλέπεις τι περήφανα γελάει;». Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι αδυνατεί να το κάνει, γιατί έχει ενδοβάλει την Λώρα, ενώ ο πατέρας του όχι.
Ο λόγος για τον οποίο ο ‘Τομ γιος’ διέφυγε στην πραγματική πραγματικότητα και όχι στην τρέλα ή την εξάρτηση (αλκοόλ), ήταν η Λώρα. Όταν γεννήθηκε ο Τομ, η παρουσία της Λώρας, η οποία ήταν μόλις δύο ετών, του πρόσφερε ανιδιοτελή φροντίδα (η Λώρα απετέλεσε για τον νεογέννητο Τομ αντικείμενο ενδοβολής καλής μαμάς). Ο ‘Τομ γιος’ ενδοβάλει αυτήν την ανιδιοτελή φροντίδα, την φέρει σε όλη του την ζωή και έτσι ως ‘Τομ αφηγητής’ λέει: «Ω Λώρα Λώρα, πολέμησα να σ’ αφήσω πίσω μου, μα είμαι πιο πιστός απ’ ό,τι είχα σκοπό να ήμουν».
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος εγκλωβισμού στην τρέλα, ο οποίος εγκλωβισμός οδηγεί στην ανυπαρξία (ψυχική κατάσταση του Τομ ως έμβρυο στην μήτρα της Αμάντα).
Στάση υποταγής, για να επιβιώσει.
Έχει μίσος προς τον εγκλωβιστή, ο οποίος είναι παρανοϊκός στις απαιτήσεις του και αντιμετωπίζει τον Τομ σαν υποχείριο του. Ο εγκλωβιστής μπορεί να είναι πραγματικός στο σήμερα (Αμάντα) ή να βιώνεται ως πραγματικός, ενώ δεν είναι (δουλειά - κανείς δεν τον υποχρέωσε να την αναλάβει, να παραμείνει σε αυτήν και μην ψάξει να βρει άλλη).
Ανευθυνότητα η οποία δυναμώνει τον εγκλωβισμό.
Προσπάθεια απεγκλωβισμού μέσω απόσυρσης, η οποία οδηγεί σε αυτοκαταστροφή (εάν δεν υποτασσόταν ως έμβρυο και θεωρητικά δραπέτευε από την μήτρα της μαμάς του, θα πέθαινε -κάτι το οποίο κάθε έμβρυο γνωρίζει).
Ακόμη και η τελική του απόδραση, τον οδήγησε σε μεγάλα δεινά.
Το ότι τα επεξεργάστηκε με αυτογνωσία και απέκτησε συνειδητότητα δεν σημαίνει ότι η επανάληψη του συναισθηματικού του σεναρίου, δεν συνέβη ξανά και ξανά.
Ο πόνος του τραύματός του οφείλεται στην απόρριψη που δέχτηκε ως ύπαρξη, όταν η μητέρα του συνειδητοποίησε ότι είναι έγκυος.
Είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας, δύο χρόνια μικρότερος από την αδερφή του Λώρα.
Είναι περίπου 21-22 ετών (αφού η Λώρα πρόκειται να γίνει 24).
Ο Τομ, αναφέρει ότι ο πατέρας του “λείπει τώρα 16 χρόνια”, οπότε πρέπει να ήταν περίπου 5-6 ετών, όταν ο πατέρας του, τους εγκατέλειψε όλους και έφυγε από το σπίτι.
Οι εντάσεις μέσα στο σπίτι, μεταξύ της Αμάντα και του ‘Τομ γιου’, είναι δυνατές. Κάθε φορά που υπάρχει ένταση, ο Τομ φεύγει με την επιθυμία να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Εργάζεται στο παράρτημα παπουτσιών μιας αποθήκης εμπορευμάτων, με μισθό εξήντα πέντε δολάρια τον μήνα (λίγα για την εποχή).
Κάθε βράδυ, κατά τα μεσάνυκτα, φεύγει από το σπίτι, λέγοντας ότι πηγαίνει στον κινηματογράφο. Επιστρέφει το πρωί, κοιμάται δύο με τρεις ώρες και ύστερα πηγαίνει στην δουλειά.
Καπνίζει και πίνει πολύ.
Επίσης, διαβάζει πολύ.
Η Αμάντα, όμως, επέστρεψε πίσω στη βιβλιοθήκη ένα από τα βιβλία του, που εκείνη θεώρησε ότι ήταν ανήθικο.
Στην δουλειά αποτραβιέται σ’ ένα δωματιάκι και γράφει ποιήματα.
Ο Τζιμ τον αποκαλεί “Σαίξπηρ” και του συμπεριφέρεται με τον καλύτερο τρόπο. Η σχέση των ηρώων είναι συναισθηματικά στενή, μόνο στα πλαίσια της δουλειάς και δεν έχουν καμία επαφή έξω από αυτή, αφού δεν γνωρίζουν (στην αρχή του έργου) πολύ βασικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλο (ο Τζιμ δεν γνωρίζει, ότι ο Τομ έχει αδελφή και ο Τομ δεν γνωρίζει, ότι ο Τζιμ είναι αρραβωνιασμένος). Το ότι πήγαιναν στο ίδιο Λύκειο, τους ένωνε ψυχικά μόνο στην δουλειά.
Ο ‘Τομ γιος’ ανησυχεί για την πορεία της ζωής της Λώρα.
Φέρνει τον Τζιμ στο σπίτι με σκοπό να αποκαταστήσει την Λώρα, όπως τον πιέζει η Αμάντα, όμως ταυτόχρονα έχει βγάλει εισιτήριο με στόχο να μπαρκάρει.
Τελικά φεύγει από το σπίτι, μπαρκάρει και εγκαταλείπει τις δύο γυναίκες.
Ψυχική Δομή:
Η Αμάντα έμεινε έγκυος στον Τομ, ενώ ήταν ήδη απογοητευμένη από τον γάμο της, αφού ένοιωθε εγκλωβισμένη σε έναν γάμο, που δεν ήθελε.
Η παρουσία του πρώτου παιδιού (Λώρα) την είχε προσγειώσει απότομα.
Η μαμά του (Αμάντα) επέλεξε, ασυνείδητα, τον σύζυγό της (πατέρας Τομ), για να αναβιώσει την σχέση της με τη μητέρα της (συναισθηματική εγκατάλειψη). Επειδή η Αμάντα είχε κάνει προβολή μαμάς στον σύζυγό της, μετέθεσε σε αυτόν το μίσος που ένιωθε για την ενδοβλημένη της μαμά. Στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της στον Τομ, μετέθεσε ξανά όλο αυτό το μίσος στο έμβρυο, γιατί η ύπαρξή του επισφράγισε/οριστικοποίησε τον εγκλωβισμό της σε μία κατάσταση (γάμος / σχέση με τη μητέρα της), που δεν ήθελε και δεν άντεχε.
Οπότε, ο ‘Τομ γιος’ ενδοβάλει μία μαμά εγκλωβισμένη σ΄ έναν γάμο, που δε θέλει και ως εκ τούτου είναι δυστυχισμένη.
Στην ενήλική του ζωή, βιώνει την παρουσία της ενδοβλημένης μαμάς με το να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε καταστάσεις, στις οποίες:
- νιώθει ότι δεν ανήκει («Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή μου εδώ, που να το νιώθω δικό μου!»).
- κάθε φορά που προσπαθεί να δραπετεύσει, αυτοκαταστρέφεται (καπνός – αλκοόλ), ή καταστρέφει τους ανθρώπους που αγαπάει (καταστρέφει το γυάλινο θηριοτροφείο της Λώρα).
Ταυτόχρονα, υποτάσσεται στις επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις της μητέρας του, όταν παίρνει φροντίδα μέσα από το φαγητό («Μη σπρώχνεις το φαγητό με τα δάχτυλα / μάσα-μάσα / να τρως το φαγητό αβίαστα, γιε μου, και να το ευχαριστιέσαι»).
Ο πατέρας του ήταν απών, τόσο συναισθηματικά όσο και πραγματικά, αφού τους εγκατέλειψε. Στην ενήλική του ζωή, όταν θέλει να στηριχτεί σε κάποιον, για να απεγκλωβιστεί από οτιδήποτε βιώνει ως εγκλωβιστικό, επιλέγει άτομα που θα τον προδώσουν, με αποτέλεσμα να παραμένει εγκλωβισμένος. Επιλέγει να φέρει τον Τζιμ στο σπίτι, για να του εναποθέσει την φροντίδα των δύο γυναικών και να φύγει αμέριμνος, όπως έχει ήδη προαποφασίσει. Όμως, ο Τζιμ τον προδίδει (τον εγκαταλείπει), αφού είναι ήδη αρραβωνιασμένος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν ο Τομ στο τέλος αποδρά από την οικογένειά του, να παραμένει εγκλωβισμένος, αφού κουβαλάει μαζί του την δυστυχία της Λώρα.
Λόγω αυτού, ο Τομ δε θα μπορούσε ποτέ να στείλει μια κάρτα οριστικού αποχαιρετισμού, όπως έκανε ο πατέρας του (“Γεια σας – Αντίο σας!”).
Ο ‘Τομ γιος’, καθώς εγκαταλείπει τις δύο γυναίκες, προσπαθεί απεγνωσμένα να δηλώσει, τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς όλους “και έτσι αντίο” (όπως γράφει η λεζάντα που προβάλλεται στη σκηνή). Όμως, μετά την ενηλικίωση του, ως ‘Τομ αφηγητής’, γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν πρόκειται ποτέ να απεγκλωβιστεί, παρά μόνο με τον θάνατο. Γι’ αυτό, όπως αναλύεται στον ‘Τομ αφηγητή’, προτρέπει τη Λώρα να σβήσει τα κεριά και στη συνέχεια αποχαιρετά τα πάντα με τη φράση της λεζάντας “και έτσι αντίο”.
Η στάση και των δύο γονιών του, σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους προς τα παιδιά τους, ήταν πλήρως ανεύθυνη, γιατί βίωναν ότι καταστρεφόντουσαν μέσα στον γάμο τους. Η εγκυμοσύνη του Τομ ήταν άλλη μία πλήρως ανεύθυνη πράξη, αφού είχαν ήδη προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γάμου τους από την ύπαρξη της Λώρα. Ο Τομ ενδοβάλει τους γονείς του και έτσι στην ενήλική του ζωή κρατάει μία πλήρως ανεύθυνη στάση σε σχέση με τις ενήλικες υποχρεώσεις του (υγεία – δουλειά – πληρωμή λογαριασμού ηλεκτρικού). Φτάνει ακόμα και στο σημείο να γίνει αυτοκαταστροφικός (κινδυνεύει να αρρωστήσει από τις καταχρήσεις – κινδυνεύει να απολυθεί λόγω της απόσυρσης του στο δωματιάκι, για να γράψει).
Η ενήλικη ευθύνη τον συνθλίβει, όπως και τους γονείς του. Γι’ αυτό η ενήλικη υπεύθυνη στάση του ‘Τομ αφηγητή’ αποκτήθηκε μέσα από επώδυνα βιώματα.
Η εγκατάλειψη των δύο γυναικών είναι μια κίνηση διαφυγής προς την παράνοια, η οποία αντί να τον οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή (σχιζοφρένεια), τον οδήγησε, μέσα από πολλά επώδυνα βιώματα, στην συνειδητότητα.
Αντί να βιώσει την περιπέτεια μέσα από την φαντασία του κινηματογράφου ή της τρέλας («Πάω στον κινηματογράφο, γιατί μου αρέσει η περιπέτεια. Στην δουλειά μου δεν έχω πολλή περιπέτεια, κι έτσι πάω στον κινηματογράφο»), δραπετεύει στην επώδυνη ατραπό της πραγματικής πραγματικότητας, όπου βιώνει διαρκώς την επανάληψη του συναισθηματικού του σεναρίου. Μια πρώτη ένδειξη αυτής της πορείας του Τομ ήταν η παραγωγική του ενασχόληση με την ποίηση.
Συναισθηματικά ο ‘Τομ γιος’ δεν μπορεί να εγκαταλείψει την Λώρα, όπως ο πατέρας του, γιατί όπως φαίνεται στο τέλος του έργου, την αγαπάει και την φέρει διαρκώς μέσα του. Όταν μιλάει στον Τζιμ, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ικανός να την εγκαταλείψει, για να έχει ψυχικό άλλοθι να το κάνει και αναφέρει: «είμαι σαν τον πατέρα μου. Μπάσταρδος γιος ενός μπάσταρδου! Βλέπεις τι περήφανα γελάει;». Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι αδυνατεί να το κάνει, γιατί έχει ενδοβάλει την Λώρα, ενώ ο πατέρας του όχι.
Ο λόγος για τον οποίο ο ‘Τομ γιος’ διέφυγε στην πραγματική πραγματικότητα και όχι στην τρέλα ή την εξάρτηση (αλκοόλ), ήταν η Λώρα. Όταν γεννήθηκε ο Τομ, η παρουσία της Λώρας, η οποία ήταν μόλις δύο ετών, του πρόσφερε ανιδιοτελή φροντίδα (η Λώρα απετέλεσε για τον νεογέννητο Τομ αντικείμενο ενδοβολής καλής μαμάς). Ο ‘Τομ γιος’ ενδοβάλει αυτήν την ανιδιοτελή φροντίδα, την φέρει σε όλη του την ζωή και έτσι ως ‘Τομ αφηγητής’ λέει: «Ω Λώρα Λώρα, πολέμησα να σ’ αφήσω πίσω μου, μα είμαι πιο πιστός απ’ ό,τι είχα σκοπό να ήμουν».
Συναισθηματικό Σενάριο:
Φόβος εγκλωβισμού στην τρέλα, ο οποίος εγκλωβισμός οδηγεί στην ανυπαρξία (ψυχική κατάσταση του Τομ ως έμβρυο στην μήτρα της Αμάντα).
Στάση υποταγής, για να επιβιώσει.
Έχει μίσος προς τον εγκλωβιστή, ο οποίος είναι παρανοϊκός στις απαιτήσεις του και αντιμετωπίζει τον Τομ σαν υποχείριο του. Ο εγκλωβιστής μπορεί να είναι πραγματικός στο σήμερα (Αμάντα) ή να βιώνεται ως πραγματικός, ενώ δεν είναι (δουλειά - κανείς δεν τον υποχρέωσε να την αναλάβει, να παραμείνει σε αυτήν και μην ψάξει να βρει άλλη).
Ανευθυνότητα η οποία δυναμώνει τον εγκλωβισμό.
Προσπάθεια απεγκλωβισμού μέσω απόσυρσης, η οποία οδηγεί σε αυτοκαταστροφή (εάν δεν υποτασσόταν ως έμβρυο και θεωρητικά δραπέτευε από την μήτρα της μαμάς του, θα πέθαινε -κάτι το οποίο κάθε έμβρυο γνωρίζει).
Ακόμη και η τελική του απόδραση, τον οδήγησε σε μεγάλα δεινά.
Το ότι τα επεξεργάστηκε με αυτογνωσία και απέκτησε συνειδητότητα δεν σημαίνει ότι η επανάληψη του συναισθηματικού του σεναρίου, δεν συνέβη ξανά και ξανά.
Ο πόνος του τραύματός του οφείλεται στην απόρριψη που δέχτηκε ως ύπαρξη, όταν η μητέρα του συνειδητοποίησε ότι είναι έγκυος.
Τζιμ
Το μανιακό φως, το οποίο φορτίζει δυνατά τις ψυχικές δυναμικές και σαν πυροτέχνημα φωτίζει ξεκάθαρα τη δυστυχία της οικογένειας Γουίνγκφιλντ.
Ο Τζιμ ζει σε μια δική του πραγματικότητα, στην οποία η αποδοχή των άλλων είναι αποστολή και στόχος ύψιστης σημασίας. Κάνει τα πάντα, για νιώσει αποδεκτός από τους άλλους, με αποτέλεσμα να δυναμιτίζει τις ήδη τεταμένες σχέσεις των πρωταγωνιστών.
Οι γονείς του Τζιμ δεν επιθυμούσαν ο ένας τον άλλον και είχαν συγκρούσεις μεταξύ τους. Ο Τζιμ για να νιώσει αποδεκτός μέσα σ’ αυτή τη συγκρουσιακή σχέση, σε συναισθηματικό επίπεδο, τους προσέφερε τα πάντα. Όμως, σε όλη την παιδική του ηλικία, η απόρριψη των γονιών του ήταν πάντα παρούσα. Στην ενήλικη του ζωή, προσφέρει τα πάντα, για να έχει την αποδοχή των άλλων, όμως μόλις την αποκτήσει, λειτουργεί όπως οι γονείς του και απορρίπτει αυτούς οι οποίοι τον αποδέχτηκαν.
Η επιβεβαίωση της συγκρουσιακής σχέσης των γονιών του, έρχεται στην εφηβεία του, όπου πάσχιζε για την αποδοχή των πάντων, που σημαίνει ότι η ενδοβλημένη μαμά δεν τον αποδέχεται (δεν τον φροντίζει με ενδιαφέρον και αγάπη) και ο ενδοβλημένος μπαμπάς δεν τον στηρίζει.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ απευθυνόμενος στο κοινό σχετικά με την εφηβεία του Τζιμ λέει:
Οι ανωτέρω φράσεις ενός ουδέτερου παρατηρητή (‘Τομ αφηγητή’) φανερώνουν για τον Τζιμ, ότι δεν βίωσε αποδοχή από την μητέρα του, ούτε στήριξη από τον πατέρα του και πάσχιζε για να τις έχει. Στην ενήλική του ζωή κάνει τους άλλους να πιστέψουν, ότι τους αποδέχεται και όταν τους δώσει αυτό που έχουν ανάγκη και τον αποδεχθούν και του δώσουν το ενδιαφέρον (αγάπη) τους, στη συνέχεια τους απορρίπτει ή τους εγκαταλείπει, όπως τον απέρριψαν και τον εγκατέλειψαν οι γονείς του. Μέσα από αυτή του την δράση βιώνει τους ενδοβλημένους γονείς του, με το να γίνεται ο ίδιος σαν αυτούς. Στο τέλος, πάντα πετυχαίνει να τον έχουν απορρίψει και να είναι δυστυχισμένος, γιατί οι άνθρωποι που εκμεταλλεύτηκε για να νοιώσει αποδεκτός (τους ρούφηξε το ενδιαφέρον), τον απορρίπτουν, αφού τους πόνεσε με την απόρριψη του.
Η Αμάντα απευθυνόμενη στον ‘Τομ γιο’ αναφέρει: «Ιρλανδός, από μάνα και πατέρα». Μέσω αυτής της φράσης μεταφέρεται έμμεσα η σύγκρουση, η οποία υπήρχε στο ζευγάρι, δηλαδή η γνωστή εμφύλια φιλονικία των Ιρλανδών.
Ο Τζιμ γεννήθηκε σε μία οικογένεια, όπου βίωσε απόρριψη και ματαίωση. Αυτό τον οδήγησε να δεχτεί την πρόσκληση του ‘Τομ γιου’, για να νιώσει αποδεκτός από την οικογένεια Γουίνγκφιλντ. Όταν ο ‘Τομ γιος’ τον προσκάλεσε σπίτι του, ο Τζιμ δεν ήξερε την ύπαρξη της Λώρα. Όμως, όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξη της, δεν έθεσε αμέσως τα ενήλικα όρια, όπως θα έπρεπε να κάνει και έβαλε και την Λώρα στο σχέδιο του για αποδοχή, σκορπίζοντας πόνο στην οικογένεια Γουίνγκφιλντ.
Αν και δείχνει ένα πολύ ενήλικο πρόσωπο, το οποίο ενδιαφέρεται πραγματικά και σε βάθος για την Λώρα, στην πραγματικότητα και αυτό είναι μέρος του σχεδίου του για αποδοχή. Υποτίθεται ότι προσπαθεί να βοηθήσει την Λώρα, δείχνοντάς της, πως η βάση της δυστυχίας της είναι το γεγονός ότι δεν αποδέχεται τον εαυτό της (‘σύνδρομο κατωτερότητας’) και της το τεκμηριώνει με πειστήρια αυτογνωσίας, λέγοντας ότι ισχύει και για τον ίδιο.
Μόλις φτάσει στο σημείο να κερδίσει την αποδεδειγμένη αποδοχή της Λώρα (τον αφήνει να την φιλήσει), την απορρίπτει λέγοντάς της, ότι «Δεν μπορώ να σας πάρω στο τηλέφωνο. Δεν μπορώ να ξανάρθω την άλλη εβδομάδα και να σας ζητήσω ραντεβού». Βέβαια μας είχε όλους προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε, αφού τη στιγμή που της μιλούσε για το τόσο σημαντικό θέμα του συνδρόμου κατωτερότητας, την εγκαταλείπει για να ασχοληθεί με την τσίχλα του (ακόμη και η τσίχλα του ήταν πιο σημαντική για αυτόν από τον εύθραυστο ψυχισμό της Λώρα).
Η Λώρα του χαρίζει τον Μονόκερο της, σύμβολο αγνότητας, τον οποίο δεν επιτρέπεται να αγγίζει κανείς και εκείνος συμβολικά τον σπάει.
Ο Τζιμ δε γνωρίζει τι θέλει.
Δεν αποδέχεται την δουλειά του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να την αλλάξει.
Παρακολουθεί μαθήματα ραδιομηχανικής στο νυχτερινό σχολείο και επίσης μελετάει εκφωνητική. Προσπαθεί να αποκτήσει «Γνώση – Λεφτά – Δύναμη», ώστε να νιώθει αποδεκτός.
Ο Τζιμ είναι ψυχρός, αδιάφορος και εκμεταλλευτής προκειμένου να πετύχει τον στόχο της αποδοχής. Είναι ένα εγωκεντρικό άτομο, το οποίο έχει ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης και αποδοχής. Αυτή του η συμπεριφορά κινητοποιεί τον θυμό των άλλων, άρα και του κοινού.
Ο Τζιμ είναι ένας άνθρωπος σε πτώση, παρηκμασμένος από ηθικές αξίες, ο οποίος δεν έχει κατανόηση και κινείται με συγκεκριμένο εγωκεντρικό δόλιο σχέδιο και ιδιοτελή στόχο.
Ο Τζιμ ζει σε μια δική του πραγματικότητα, στην οποία η αποδοχή των άλλων είναι αποστολή και στόχος ύψιστης σημασίας. Κάνει τα πάντα, για νιώσει αποδεκτός από τους άλλους, με αποτέλεσμα να δυναμιτίζει τις ήδη τεταμένες σχέσεις των πρωταγωνιστών.
Οι γονείς του Τζιμ δεν επιθυμούσαν ο ένας τον άλλον και είχαν συγκρούσεις μεταξύ τους. Ο Τζιμ για να νιώσει αποδεκτός μέσα σ’ αυτή τη συγκρουσιακή σχέση, σε συναισθηματικό επίπεδο, τους προσέφερε τα πάντα. Όμως, σε όλη την παιδική του ηλικία, η απόρριψη των γονιών του ήταν πάντα παρούσα. Στην ενήλικη του ζωή, προσφέρει τα πάντα, για να έχει την αποδοχή των άλλων, όμως μόλις την αποκτήσει, λειτουργεί όπως οι γονείς του και απορρίπτει αυτούς οι οποίοι τον αποδέχτηκαν.
Η επιβεβαίωση της συγκρουσιακής σχέσης των γονιών του, έρχεται στην εφηβεία του, όπου πάσχιζε για την αποδοχή των πάντων, που σημαίνει ότι η ενδοβλημένη μαμά δεν τον αποδέχεται (δεν τον φροντίζει με ενδιαφέρον και αγάπη) και ο ενδοβλημένος μπαμπάς δεν τον στηρίζει.
Ο ‘Τομ αφηγητής’ απευθυνόμενος στο κοινό σχετικά με την εφηβεία του Τζιμ λέει:
- «Είχε απέραντη Ιρλανδέζικη καλοσύνη και ζωτικότητα, και έμοιαζε με καλογυαλισμένη λευκή πορσελάνη» (έκανε τα πάντα για να είναι αποδεκτός, γιατί ήταν εύθραυστος στην απόρριψη).
- «Δρασκελούσε την εφηβεία» (η ενέργεια του ήταν πολύ υψηλή, ώστε να καταπλήσσει τους πάντες για να τον αποδεχτούν).
- «Καρτερούσες δικαιολογημένα να φτάσει πριν από τα τριάντα του στον Λευκό Οίκο, το λιγότερο» (μανιακή ενέργεια).
Οι ανωτέρω φράσεις ενός ουδέτερου παρατηρητή (‘Τομ αφηγητή’) φανερώνουν για τον Τζιμ, ότι δεν βίωσε αποδοχή από την μητέρα του, ούτε στήριξη από τον πατέρα του και πάσχιζε για να τις έχει. Στην ενήλική του ζωή κάνει τους άλλους να πιστέψουν, ότι τους αποδέχεται και όταν τους δώσει αυτό που έχουν ανάγκη και τον αποδεχθούν και του δώσουν το ενδιαφέρον (αγάπη) τους, στη συνέχεια τους απορρίπτει ή τους εγκαταλείπει, όπως τον απέρριψαν και τον εγκατέλειψαν οι γονείς του. Μέσα από αυτή του την δράση βιώνει τους ενδοβλημένους γονείς του, με το να γίνεται ο ίδιος σαν αυτούς. Στο τέλος, πάντα πετυχαίνει να τον έχουν απορρίψει και να είναι δυστυχισμένος, γιατί οι άνθρωποι που εκμεταλλεύτηκε για να νοιώσει αποδεκτός (τους ρούφηξε το ενδιαφέρον), τον απορρίπτουν, αφού τους πόνεσε με την απόρριψη του.
Η Αμάντα απευθυνόμενη στον ‘Τομ γιο’ αναφέρει: «Ιρλανδός, από μάνα και πατέρα». Μέσω αυτής της φράσης μεταφέρεται έμμεσα η σύγκρουση, η οποία υπήρχε στο ζευγάρι, δηλαδή η γνωστή εμφύλια φιλονικία των Ιρλανδών.
Ο Τζιμ γεννήθηκε σε μία οικογένεια, όπου βίωσε απόρριψη και ματαίωση. Αυτό τον οδήγησε να δεχτεί την πρόσκληση του ‘Τομ γιου’, για να νιώσει αποδεκτός από την οικογένεια Γουίνγκφιλντ. Όταν ο ‘Τομ γιος’ τον προσκάλεσε σπίτι του, ο Τζιμ δεν ήξερε την ύπαρξη της Λώρα. Όμως, όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξη της, δεν έθεσε αμέσως τα ενήλικα όρια, όπως θα έπρεπε να κάνει και έβαλε και την Λώρα στο σχέδιο του για αποδοχή, σκορπίζοντας πόνο στην οικογένεια Γουίνγκφιλντ.
Αν και δείχνει ένα πολύ ενήλικο πρόσωπο, το οποίο ενδιαφέρεται πραγματικά και σε βάθος για την Λώρα, στην πραγματικότητα και αυτό είναι μέρος του σχεδίου του για αποδοχή. Υποτίθεται ότι προσπαθεί να βοηθήσει την Λώρα, δείχνοντάς της, πως η βάση της δυστυχίας της είναι το γεγονός ότι δεν αποδέχεται τον εαυτό της (‘σύνδρομο κατωτερότητας’) και της το τεκμηριώνει με πειστήρια αυτογνωσίας, λέγοντας ότι ισχύει και για τον ίδιο.
Μόλις φτάσει στο σημείο να κερδίσει την αποδεδειγμένη αποδοχή της Λώρα (τον αφήνει να την φιλήσει), την απορρίπτει λέγοντάς της, ότι «Δεν μπορώ να σας πάρω στο τηλέφωνο. Δεν μπορώ να ξανάρθω την άλλη εβδομάδα και να σας ζητήσω ραντεβού». Βέβαια μας είχε όλους προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε, αφού τη στιγμή που της μιλούσε για το τόσο σημαντικό θέμα του συνδρόμου κατωτερότητας, την εγκαταλείπει για να ασχοληθεί με την τσίχλα του (ακόμη και η τσίχλα του ήταν πιο σημαντική για αυτόν από τον εύθραυστο ψυχισμό της Λώρα).
Η Λώρα του χαρίζει τον Μονόκερο της, σύμβολο αγνότητας, τον οποίο δεν επιτρέπεται να αγγίζει κανείς και εκείνος συμβολικά τον σπάει.
Ο Τζιμ δε γνωρίζει τι θέλει.
Δεν αποδέχεται την δουλειά του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να την αλλάξει.
Παρακολουθεί μαθήματα ραδιομηχανικής στο νυχτερινό σχολείο και επίσης μελετάει εκφωνητική. Προσπαθεί να αποκτήσει «Γνώση – Λεφτά – Δύναμη», ώστε να νιώθει αποδεκτός.
Ο Τζιμ είναι ψυχρός, αδιάφορος και εκμεταλλευτής προκειμένου να πετύχει τον στόχο της αποδοχής. Είναι ένα εγωκεντρικό άτομο, το οποίο έχει ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης και αποδοχής. Αυτή του η συμπεριφορά κινητοποιεί τον θυμό των άλλων, άρα και του κοινού.
Ο Τζιμ είναι ένας άνθρωπος σε πτώση, παρηκμασμένος από ηθικές αξίες, ο οποίος δεν έχει κατανόηση και κινείται με συγκεκριμένο εγωκεντρικό δόλιο σχέδιο και ιδιοτελή στόχο.
Θεατρολογική Επεξεργασία: Μαρία Μητροπούλου
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Μητροπούλου/Πάνος Μαβιτζής
Ψυχοθεατρολογική Ανάλυσις: Μαρία Μητροπούλου/Πάνος Μαβιτζής